κωνωπεῖον: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(5) |
(1ba) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κωνωπεῖον:''' τό ([[κώνωψ]]), αιγυπτιακό [[ανάκλιντρο]] με κουνουπιέρες· conopium, στον Οράτ. | |lsmtext='''κωνωπεῖον:''' τό ([[κώνωψ]]), αιγυπτιακό [[ανάκλιντρο]] με κουνουπιέρες· conopium, στον Οράτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κωνωπεῖον]], ου, τό, [[κώνωψ]]<br />an Egyptian [[couch]] with [[mosquito]]-curtains; conopium in Hor. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:15, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 1546] τό, ein bes. in Aegypten gebräuchliches Bett mit seinen Vorhängen, um die Mücken abzuhalten, Mückennetz von seiner Gaze, LXX, vgl. conopeum der Lateiner.
Greek (Liddell-Scott)
κωνωπεῖον: τό, (κώνωψ) Αἰγυπτιακὴ κλίνη ἢ ἀνάκλιντρον μετὰ παραπετασμάτων διὰ τοὺς κώνωπας («κουνουπιέρα»), Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Κϳ, 21., ΙΓϳ, 9)· conopĭum ἐν Ὁρατ. Ἐπῳδ. 9. 16· ὡσαύτως κωνωπεών, ῶνος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 764, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ ποιήματος, Παῦλ. Σιλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
moustiquaire.
Étymologie: κώνωψ.
Greek Monolingual
κωνωπεῑον, τὸ (Α) κώνωψ αραχνοειδές ύφασμα που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα πάνω από κρεβάτι, το οποίο περιβάλλει για προφύλαξη από τα κουνούπια, κουνουπιέρα.
Greek Monotonic
κωνωπεῖον: τό (κώνωψ), αιγυπτιακό ανάκλιντρο με κουνουπιέρες· conopium, στον Οράτ.
Middle Liddell
κωνωπεῖον, ου, τό, κώνωψ
an Egyptian couch with mosquito-curtains; conopium in Hor.