λιθάς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐθάς:''' -[[άδος]], ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. [[λιθάδεσσιν]] = [[λίθος]], σε Ομήρ. Οδ.· περιληπτικά στον ενικ., [[βροχή]] από πέτρες, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λῐθάς:''' -[[άδος]], ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. [[λιθάδεσσιν]] = [[λίθος]], σε Ομήρ. Οδ.· περιληπτικά στον ενικ., [[βροχή]] από πέτρες, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> камень Hom.;<br /><b class="num">2)</b> град камней Aesch.
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθάς Medium diacritics: λιθάς Low diacritics: λιθάς Capitals: ΛΙΘΑΣ
Transliteration A: lithás Transliteration B: lithas Transliteration C: lithas Beta Code: liqa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A = λίθος, stone, σεῦεν κύνας . . πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Od.14.36; θάλαμον δέμον . . πυκνῇσιν λ. 23.193; collectively, shower of stones, A.Th.158 (lyr.); heap of stones, λιθάδας τε καὶ ἕρμακας ἐνναίοντες, of snakes, Nic.Th.150 (v.l. λίθακας).

German (Pape)

[Seite 44] άδος, ἡ, = λίθος; σεῦεν κύνας – πυκνῇσιν λιθάδεσσι Od. 14, 36, θάλαμον δέμον, ὄφρ' ἐτέλεσσα πυκνῇσιν λιθ., 23, 193; – ἀκροβόλων δ' ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται Aesch. Spt. 159.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθάς: -άδος, ἡ, = λίθος, «πέτρα», σεῦεν κύνας... πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Ὀδ. Ξ. 36˙
άδος, ἡ, = λίθος, «πέτραἄμμι , ἄμμιν, παλ. Αἱολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἡμῖν, Ὅμ.
λῐ-, ἀχώριστον προθετικὸν μόριον ἔχον ἐπιτατικὴν δύναμιν, ὡς τὸ λα- καὶ λαι-, φαινόμενον ὡς ἐπίρρ. ἐν τῷ λίαν (Στράβ. 361 λέγει ὅτι ὁ Ἐπίχ. μετεχειρίζετο τὸ λὶ ἀντὶ τοῦ λίαν)
λι-ὡσαύτως μένει ἐν τῷ συνθέτῳ λιπόνηρος, «λίαν πονηρὸς» παρ’ Ἡσυχ.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
1 petite pierre;
2 pluie ou grêle de pierres.
Étymologie: λίθος.

English (Autenrieth)

άδος, dat. pl. λιθάδεσσι = λίθος. (Od.)

Greek Monolingual

λιθάς, -άδος, ἡ (Α) λίθος
1. λίθος, βράχος («σεῡεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον πυκνῇσιν ἐν λιθάδεσσιν», Ομ. Οδ.)
2. (με περιλπτ. σημ.) α) βροχή λίθων («ἀκροβόλων ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται», Αισχύλ.)
β) σωρός λίθων.

Greek Monotonic

λῐθάς: -άδος, ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. λιθάδεσσιν = λίθος, σε Ομήρ. Οδ.· περιληπτικά στον ενικ., βροχή από πέτρες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθάς: άδος (ᾰδ) ἡ
1) камень Hom.;
2) град камней Aesch.