μάλιον: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μάλιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[μαλλός]], [[μπούκλα]], [[τούφα]] μαλλιών, σε Ανθ.
|lsmtext='''μάλιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[μαλλός]], [[μπούκλα]], [[τούφα]] μαλλιών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μάλιον:''' (ᾰ) τό прядь волос, локон Anth.
}}
}}

Revision as of 23:41, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάλιον Medium diacritics: μάλιον Low diacritics: μάλιον Capitals: ΜΑΛΙΟΝ
Transliteration A: málion Transliteration B: malion Transliteration C: malion Beta Code: ma/lion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of* μᾰλός(

   A = μαλλός), long hair, pigtail, AP11.157 (Ammian.), Herm. Trism. in Rev.Phil.32.256 (prob.), 264.    II v. μάλα 11.

German (Pape)

[Seite 90] τό, dim. von μαλός = μαλλός, Haarlocke, Ammian. 22 (XI, 157).

Greek (Liddell-Scott)

μάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαλὸς (= μαλλός), βόστρυχος, Ἀνθ. Π. 11. 157. 2) = μᾶλλον, «Ἴωνες τὸ μᾶλλον μάλλιον» Κραμ. Ἀν. Ὀξ. 2. 240, 2, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
boucle de cheveux.
Étymologie: μαλλός.
2adv.
v. μάλα.

Greek Monolingual

(I)
μάλιον, τὸ (AM,Μ και μάλιν)
μσν.
ακατέργαστο μαλλί
αρχ.
κοτσίδα, βόστρυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. μάλιον (αντί μάλλιον) < μαλλός.———————— (II)
μάλιον (Α)
επίρρ. ιων. τ. βλ. μάλλον.

Greek Monotonic

μάλιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του μαλλός, μπούκλα, τούφα μαλλιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μάλιον: (ᾰ) τό прядь волос, локон Anth.