λέπας: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λέπας:''' τό, σε [[χρήση]] μόνο σε ονομ. και αιτ. ([[λέπω]]), [[απόκρημνος]] [[βράχος]], σε Αισχύλ., Ευρ., κ.λπ.
|lsmtext='''λέπας:''' τό, σε [[χρήση]] μόνο σε ονομ. και αιτ. ([[λέπω]]), [[απόκρημνος]] [[βράχος]], σε Αισχύλ., Ευρ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''λέπας:''' τό (только nom. и acc. sing.) голая скала, утес Aesch., Eur.: λ. [[Ἀκραῖον]] Thuc. Акрейская скала (обрывистая возвышенность близ Акры в Сицилии).
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέπας Medium diacritics: λέπας Low diacritics: λέπας Capitals: ΛΕΠΑΣ
Transliteration A: lépas Transliteration B: lepas Transliteration C: lepas Beta Code: le/pas

English (LSJ)

τό,

   A bare rock, scaur, Simon.114.1, A.Ag.283, 298, E.Ph. 24, al.; Ἀκραῖον λ. Th.7.78. (Only nom. and acc. sg.)

German (Pape)

[Seite 29] τό, kahler Fels, Berg; Aesch. Ag. 274. 289; Eur. u. sp. D., wie Ep. ad. 128 (VI, 23); auch in Prosa, Thuc. 7, 78, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λέπας: τό, (λέπω) ἀπόκρημνος πέτρα, Σιμων. 117. 1, Αἰσχύλ. Ἀγ. 283, 298, Εὐρ. Φοίν. 24, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως παρὰ Θουκ. 7. 78· ἐν χρήσει μόνον καθ’ ἑνικ. ὀνομ. καὶ αἰτ.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom., voc. et acc. sg.
roche nue, rocher.
Étymologie: λέπω -- DELG cf. lat. lapis ?

Greek Monolingual

λέπας, τὸ (Α)
βουνό πετρώδες και γυμνό, βράχος («ἠερίη Γεράνεια, κακὸν λέπας», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με λατ. lapis, -idis «πέτρα» (το -a- του lapis είναι δυσερμήνευτο), οπότε η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα lep- «αποσπώ, αφαιρώ τον φλοιό» (πρβλ. λέπω). Υπάρχει και η άποψη ότι ίσως και οι δύο λέξεις είναι δάνειες από κάποια μεσογειακή γλώσσα (πρβλ. ιβηρο-ρωμανικό lapa, με πιθ. σημ. «πέτρινος δίσκος»)].

Greek Monotonic

λέπας: τό, σε χρήση μόνο σε ονομ. και αιτ. (λέπω), απόκρημνος βράχος, σε Αισχύλ., Ευρ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

λέπας: τό (только nom. и acc. sing.) голая скала, утес Aesch., Eur.: λ. Ἀκραῖον Thuc. Акрейская скала (обрывистая возвышенность близ Акры в Сицилии).