ὁμώροφος: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμώροφος:''' -ον, = το προηγ., σε Βάβρ. | |lsmtext='''ὁμώροφος:''' -ον, = το προηγ., σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμώροφος:''' Babr. = [[ὁμωρόφιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = foreg., Phanod.13 (-ορρόφους, -ωροφίους codd. Ath.), Aesop.10 (-όροφ- codd.), Babr.12.15, etc.
German (Pape)
[Seite 344] unter demselben Dache, also in demselben Hause lebend, τινί, mit Einem, Hausgenoß, Philostr. u. A. Vgl. ὁμορόφιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμώροφος: -ον, = τῷ προηγ., Βαβρ. 12. 13, Ἀθήν. 437F (ἔνθα ὁμορ-), κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui demeure sous le même toit.
Étymologie: ὁμός, ὀροφή.
Greek Monolingual
ὁμώροφος, -ον (Α)
συγκάτοικος, σύνοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ-ώροφος. Το -ω- του τ. (αντί -όροφος) οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὁμώροφος: -ον, = το προηγ., σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμώροφος: Babr. = ὁμωρόφιος.