παρασοβέω: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρασοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρομάζω]] πουλιά· αμτβ., [[προχωρώ]] [[αργά]] από δίπλα και με [[αλαζονεία]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''παρασοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τρομάζω]] πουλιά· αμτβ., [[προχωρώ]] [[αργά]] από δίπλα και με [[αλαζονεία]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρασοβέω:''' <b class="num">1)</b> вспугивать (τοὺς ὄρνιθας Arst. - v. l. [[κατασοβέω]]);<br /><b class="num">2)</b> гордо проходить мимо ([[παρά]] τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A scare away birds, Arist.Mir.841b22, as v.l. for κατασοβ-. II intr., stalk haughtily past, Plu.Cat.Ma.24.
German (Pape)
[Seite 499] daneben, an der Seite aufjagen, Arist. mirab. 118; stolz vorbeigehen, Plut. Cat. 24.
Greek (Liddell-Scott)
παρασοβέω: ἀποδιώκω πτηνά, Ἀριστοτέλ. π. Θαυμασ. 118. 2 (διάφ. γραφ. κατασοβ-). ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπερηφάνως παρέρχομαι, Πλουτ. Μᾶρκος Κάτων 24.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
passer dédaigneusement devant.
Étymologie: παρά, σοβέω.
Greek Monotonic
παρασοβέω: μέλ. -ήσω, τρομάζω πουλιά· αμτβ., προχωρώ αργά από δίπλα και με αλαζονεία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παρασοβέω: 1) вспугивать (τοὺς ὄρνιθας Arst. - v. l. κατασοβέω);
2) гордо проходить мимо (παρά τι Plut.).