παρεμπορεύομαι: Difference between revisions
ἐν τῷ τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν → in the fact that there is no rain to speak of at the usual season for rain
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρεμπορεύομαι:''' αποθ., [[εμπορεύομαι]] επιπροσθέτως· μεταφ., τὸ τερπνὸν [[παρεμπορεύομαι]], [[προσφέρω]] [[τέρψη]] [[εκτός]] από [[διδασκαλία]], σε Λουκ. | |lsmtext='''παρεμπορεύομαι:''' αποθ., [[εμπορεύομαι]] επιπροσθέτως· μεταφ., τὸ τερπνὸν [[παρεμπορεύομαι]], [[προσφέρω]] [[τέρψη]] [[εκτός]] από [[διδασκαλία]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρεμπορεύομαι:''' попутно доставлять: τὸ τερπνὸν π. Luc. побочным образом (т. е. наряду с поучением) доставлять и удовольствие. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A traffic in besides : metaph., μικρὰ π. τῆς ἀφροδίτης Alciphr.Fr.6.16 ; τὸ τερπνὸν π. yield delight besides instruction, Luc.Hist.Conscr.9.
German (Pape)
[Seite 515] nebenbei womit handeln; übertr., nebenher verschaffen od. gewähren, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, d. i. neben der Belehrung auch Ergötzung gewähren, Luc. hist. conscr. 9.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμπορεύομαι: ἀποθ., ἐμπορεύομαι προσέτι, ἐκ περισσοῦ, - μεταφορ., παρέχω τέρψιν σὺν τῇ διδασκαλίᾳ, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἂν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9.
French (Bailly abrégé)
négocier par surcroît, fig. traiter en passant, acc..
Étymologie: παρά, ἐμπορεύομαι.
Greek Monolingual
Α
1. εμπορεύομαι κάτι εκ περισσού
2. μτφ. παρέχω ευχαρίστηση με την διδασκαλία («ἡ ιστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἄν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο», Λουκ.).
Greek Monotonic
παρεμπορεύομαι: αποθ., εμπορεύομαι επιπροσθέτως· μεταφ., τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι, προσφέρω τέρψη εκτός από διδασκαλία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
παρεμπορεύομαι: попутно доставлять: τὸ τερπνὸν π. Luc. побочным образом (т. е. наряду с поучением) доставлять и удовольствие.