περιπροχέομαι: Difference between revisions
δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get
(5) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιπροχέομαι:''' Παθ., χύνομαι [[παντού]] [[τριγύρω]], σε μτχ. αορ. αʹ <i>ἔροςθυμὸν περιπροχῠθείς</i>, [[σφοδρός]] [[έρωτας]] όρμησε ως [[χείμαρρος]] στην [[καρδιά]] του, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''περιπροχέομαι:''' Παθ., χύνομαι [[παντού]] [[τριγύρω]], σε μτχ. αορ. αʹ <i>ἔροςθυμὸν περιπροχῠθείς</i>, [[σφοδρός]] [[έρωτας]] όρμησε ως [[χείμαρρος]] στην [[καρδιά]] του, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπροχέομαι:''' разливаться ([[ἔρος]] ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθείς Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be poured all round, used by Hom. in aor. part., ἔρος . . θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε love rushing in a flood over my heart overcame it, Il. 14.316.
Greek (Liddell-Scott)
περιπροχέομαι: Παθ., περιχύνομαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ μετοχ. ἀορ., οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδε θεᾶς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε, διότι οὐδέποτε οὕτως ἔρως θεᾶς περιχυθεὶς ἐδάμασε τὴν ψυχήν μου ἐν τῷ στήθει, Ἰλ. Ξ. 316.
Greek Monotonic
περιπροχέομαι: Παθ., χύνομαι παντού τριγύρω, σε μτχ. αορ. αʹ ἔροςθυμὸν περιπροχῠθείς, σφοδρός έρωτας όρμησε ως χείμαρρος στην καρδιά του, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
περιπροχέομαι: разливаться (ἔρος ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθείς Hom.).