ποίμνιον: Difference between revisions
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
(6) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποίμνιον:''' τό, συγκεκ. αντί [[ποιμένιον]] = [[ποίμνη]],<br /><b class="num">I.</b> [[κοπάδι]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για τους ένθερμους οπαδούς, (τους μαθητές του Ιησού), σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ποίμνιον:''' τό, συγκεκ. αντί [[ποιμένιον]] = [[ποίμνη]],<br /><b class="num">I.</b> [[κοπάδι]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για τους ένθερμους οπαδούς, (τους μαθητές του Ιησού), σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποίμνιον:''' τό небольшое стадо Her., Soph., Plat. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = ποίμνη, esp. of sheep, Hdt.2.2, 3.65 (v.l.), S.OT761, 1028, Pl.R.416a, etc.; of goats, IG12.45.3 (dub.): pl., head of cattle, π. τρισχίλια LXX 1 Ki.25.2. II metaph. of disciples, Ev.Luc.12.32, al.; π. Θεοῦ 1 Ep.Pet.5.2.
German (Pape)
[Seite 651] τό, syne. statt π οιμένιον, = ποίμνη, 1) weidende Heerde, bes. Schaafheerde; Soph. O. R. 761. 1028; Eur. Rhes. 270 u. öfter; Her. 2, 2. 3, 65; Plat. Rep. III, 416 a u. öfter; auch ποίμνια καὶ πρόβατα, Legg. III, 694 e. – 2) einzelnes Stück Heerdenvieh, Schaef. Long. p. 327. 369.
Greek (Liddell-Scott)
ποίμνιον: τό, συγκεκομμ. ἀντὶ ποιμένιον, = ποίμνη, μάλιστα προβάτων, Ἡρόδ. 2. 2., 3. 65, Σοφ. Ο. Τ. 761. 1028, Πλάτ. Πολ. 416Α, κτλ.˙ ― καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνον κτήνους, Schäf Λόγγ. σ. 327, 369˙ πρβλ. ποίμνη. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ τῶν μαθητῶν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβϳ, 32, κτλ.˙ π. Θεοῦ Αϳ Ἐπιστ. Πέτρου εϳ, 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
troupeau de petit bétail, particul. troupeau de moutons.
Étymologie: dim. de ποίμνη.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of ποίμνη; a flock, i.e. (figuratively) group (of believers): flock.
English (Thayer)
ποιμνίου, τό (contracted from ποιμενιον, equivalent to ποίμνη, see ποιμήν; (on the accent cf. Winer s Grammar, 52; Chandler § 313b.)), a flock (especially) of sheep: so of a group of Christ's disciples, ποιμήν, b.), τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, Clement of Rome, 1 Corinthians 16,1 [ET]; 44,3 [ET]; 54,2 [ET]; 57,2 [ET]. (Herodotus, Sophicles, Euripides, Plato, Lucian, others; the Sept. chiefly for עֵדֶר and צֹאן.)
Greek Monotonic
ποίμνιον: τό, συγκεκ. αντί ποιμένιον = ποίμνη,
I. κοπάδι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
II. μεταφ., λέγεται για τους ένθερμους οπαδούς, (τους μαθητές του Ιησού), σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ποίμνιον: τό небольшое стадо Her., Soph., Plat. etc.