πολύδακρυς: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύδακρῠς:''' -ῠος, ὁ, ἡ ([[δάκρυ]]), αυτός που έχει ή συνοδεύεται με [[πολλά]] δάκρυα· απ' όπου,<br /><b class="num">I.</b> [[πολύδακρυς]], [[γεμάτος]] δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, κλαψιάρης, σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''πολύδακρῠς:''' -ῠος, ὁ, ἡ ([[δάκρυ]]), αυτός που έχει ή συνοδεύεται με [[πολλά]] δάκρυα· απ' όπου,<br /><b class="num">I.</b> [[πολύδακρυς]], [[γεμάτος]] δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, κλαψιάρης, σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύδᾰκρυς:''' υος adj.<br /><b class="num">1)</b> многослезный, исторгающий много слез ([[πόλεμος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> сопровождаемый потоками слез ([[γόος]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> проливающий потоки слез, горько плачущий Eur., Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ῠος, ὁ, ἡ, (δάκρυ)
A of or with many tears: hence, I muchwept, lamented, Ἄρης, πόλεμος, ὑσμίνη, Il.3.132,165,17.544; μῆτις B. 15.24; Ἴτνς Ar.Av.212 (anap.); tearful, ἰαχά, γόος, A.Pers.940 (lyr.), Ch.449 (lyr.); π. ἁδονά E.El.126 (lyr.). II of persons, much-weeping, Id.Ph.366, Supp.Epigr.4.719 (Bithynia).
German (Pape)
[Seite 661] υος, von oder mit vielen Thränen, viel Thränen verursachend, sehr beweinenswerth; Ἄρης, Kampf, Il. 3, 132, wie πόλεμος, ib. 165 u. öfter; ὑσμίνη, 17, 544; ἰαχά, Aesch. Pers. 902; Luc. Halc. 1, – aber auch wie das Folgde, γόος, thränenreich, Aesch. Ch. 442, ἡδονή, Eur. El. 126.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδακρῠς: -ῠος, ὁ, ἡ, (δάκρυ) ὁ ἔχων πολλὰ δάκρυα, ὁ μετὰ πολλῶν δακρύων· ὅθεν, Ι. δι’ ὃν πολλὰ δάκρυα χύνονται, θλιβερός, λυπηρός, Ἄρης, πόλεμος, ὑσμίνη Ἰλ. Γ. 132, 165, Ρ. 544· ἰαχή, γόος Αἰσχύλ. Πέρσ. 939, Χο. 449· π. ἡδονὴ Εὐρ. Ἠλ. 126. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ πολὺ δακρύων, κλαίων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 366, Ἀριστοφ. Ὄρν. 212.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
1 qui fait verser ou qui provoque des larmes abondantes;
2 accompagné de larmes abondantes (cri, gémissement).
Étymologie: πολύς, δάκρυ.
English (Autenrieth)
and πολυδάκρυος: of many tears, tearful, deplorable, epith. of war, battle, etc., Il. 17.192.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΜΑ
1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ.
β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.)
2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος θρήνους, θρηνητικός (α. «χέουσα πολύδακρυν γόον κεκρυμμένον», Αισχύλ.
β. «ἄναγε πολύδακρυν ἁδονάν», Ευρ.)
3. (για πρόσ.) αυτός που κλαίει πολύ, που δακρύζει πολύ, ο πνιγμένος στα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δάκρυ (πρβλ. βαρύ-δακρυς/ βαρυ-δάκρυος)].
Greek Monotonic
πολύδακρῠς: -ῠος, ὁ, ἡ (δάκρυ), αυτός που έχει ή συνοδεύεται με πολλά δάκρυα· απ' όπου,
I. πολύδακρυς, γεμάτος δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
II. λέγεται για πρόσωπα, κλαψιάρης, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πολύδᾰκρυς: υος adj.
1) многослезный, исторгающий много слез (πόλεμος Hom.);
2) сопровождаемый потоками слез (γόος Aesch.);
3) проливающий потоки слез, горько плачущий Eur., Arph.