πρόκλυτος: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόκλῠτος:''' -ον ([[κλύω]]), αυτός που ακούγεται από [[πριν]], [[ξακουστός]] από την [[παλιά]] [[εποχή]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''πρόκλῠτος:''' -ον ([[κλύω]]), αυτός που ακούγεται από [[πριν]], [[ξακουστός]] από την [[παλιά]] [[εποχή]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόκλῠτος:''' слышанный прежде, старинный (ἔπεα Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:50, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (κλύω)
A heard formerly, of olden time, ἔπεα Il.20.204.
German (Pape)
[Seite 730] vormals oder in früherer Zeit gehört, ἔπεα, alte Sagen, Il. 20, 204.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκλῠτος: -ον, (κλύω) ὁ ἀκουσθεὶς πρότερον, περίφημος τὸ πάλαι, ἔπεα Ἰλ. Υ. 204. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόκλυτα· τὰ προειρημένα, προηκουσμένα».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entendu ou connu depuis longtemps.
Étymologie: προκλύω.
English (Autenrieth)
(κλύω): heard of old, ancient and celebrated; ἔπεα, Il. 20.204†.
Greek Monolingual
-ον, Α
περίφημος κατά τον παλαιό καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κλυτός «περίφημος, ένδοξος»].
Greek Monotonic
πρόκλῠτος: -ον (κλύω), αυτός που ακούγεται από πριν, ξακουστός από την παλιά εποχή, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πρόκλῠτος: слышанный прежде, старинный (ἔπεα Hom.).