Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσχρῄζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσχρῄζω:''' μέλ. <i>-ῄσω</i>, Ιων. -χρηΐζω, μέλ. <i>-ηΐσω</i>· [[χρειάζομαι]] [[επιπλέον]], με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν. προσ. και απαρ., προσχρηΐζω [[ὑμέων]] πείθεσθαι, [[απαιτώ]] να υπακούετε, σε Ηρόδ.· με απαρ. μόνο, τίπροσχρῄζων [[μαθεῖν]]; σε Σοφ.· [[πᾶν]] [[ὅπερ]] προσχρῄζετε (ενν. [[πυθέσθαι]]), σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσχρῄζω:''' μέλ. <i>-ῄσω</i>, Ιων. -χρηΐζω, μέλ. <i>-ηΐσω</i>· [[χρειάζομαι]] [[επιπλέον]], με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν. προσ. και απαρ., προσχρηΐζω [[ὑμέων]] πείθεσθαι, [[απαιτώ]] να υπακούετε, σε Ηρόδ.· με απαρ. μόνο, τίπροσχρῄζων [[μαθεῖν]]; σε Σοφ.· [[πᾶν]] [[ὅπερ]] προσχρῄζετε (ενν. [[πυθέσθαι]]), σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσχρῄζω:''' ион. [[προσχρηΐζω]]<br /><b class="num">1)</b> хотеть, желать: [[ἐπείτε]] προσχρηΐζετε τούτων Her. поскольку вы этого желаете; τί προσχρῄζων [[μαθεῖν]]; Soph. что ты хочешь узнать?;<br /><b class="num">2)</b> просить, требовать ([[προσχρηΐζω]] [[ὑμέων]] πείθεσθαι Μαρδονίῳ Her.);<br /><b class="num">3)</b> нуждаться (οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Soph.).
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχρῄζω Medium diacritics: προσχρῄζω Low diacritics: προσχρήζω Capitals: ΠΡΟΣΧΡΗΖΩ
Transliteration A: proschrḗizō Transliteration B: proschrēzō Transliteration C: proschrizo Beta Code: prosxrh/|zw

English (LSJ)

Ion. προσ-χρηΐζω,

   A require or desire besides, c. gen., τυραννίδος οὐδεμιῆς π. Hdt.5.11, cf. 18; οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν S.Ph.1055: c. gen. pers. et inf., προσχρηΐζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ I request you to listen to him, Hdt.8.140.β: c. inf. only, τί προσχρῄζων μαθεῖν; S.OT1155, cf. OC1168: in poetry with inf. understood, πᾶν ὅπερ προσχρῄζετε (sc. πυθέσθαι) πεύσεσθε A.Pr.641, cf.787, S.OC520, 1160, 1202.

German (Pape)

[Seite 789] ion. προσχρηίζω, noch dazu oder obendrein bedürfen, begehren, verlangen; πᾶν, ὅπερ προσχρῄζετε, πεύσεσθε, Aesch. Prom. 644, vgl. 789; τί προσχρῄζων μαθεῖν; Soph. O. R. 1155, vgl. O. C. 1162. 1170; τινός, Phil. 1044; mit dem gen. der Sache, Her. 5, 11. 18; auch mit dem gen. der Person, προσχρηΐζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ, ich bitte euch noch dazu, dem M. zu gehorchen, 8, 140, 2; Sp. ion. προσχρηίζω, noch dazu oder obendrein bedürfen, begehren, verlangen; πᾶν, ὅπερ προσχρῄζετε, πεύσεσθε, Aesch. Prom. 644, vgl. 789; τί προσχρῄζων μαθεῖν; Soph. O. R. 1155, vgl. O. C. 1162. 1170; τινός, Phil. 1044; mit dem gen. der Sache, Her. 5, 11. 18; auch mit dem gen. der Person, προσχρηΐζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ, ich bitte euch noch dazu, dem M. zu gehorchen, 8, 140, 2; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσχρῄζω: μέλλ. -ῄσω· Ἰων. -χρηίζω· μέλλ. ηίσω. Ἔχω χρείαν προσέτι χρειάζομαι ἐπὶ πλέον, μετὰ γεν., τυρρανίδος οὐδεμιῆς πρ. Ἡρόδ. 5. 11, πρβλ. 18· οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Σοφ. Φιλ. 1055· μετὰ γεν. προσ. καὶ ἀπαρ., προσχρηίζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ, ἀπαιτῶ παρ’ ὑμῶν νὰ ὑπακούητε..., Ἡρόδ. 8. 140, 2· μετὰ μόνου ἀπαρ., τί προσχρῄζων μαθεῖν; Σοφ. Ο. Τ. 1155, πρβλ. Ο. Κ. 1168· οὕτω παρὰ ποιηταῖς, ὅταν συντάσσηται μετὰ μόνου ἀπαρ., δυνάμεθα εὐκόλως νὰ ὑπονοήσωμεν ἀπαρ., πεύσεσθε πᾶν ὅπερ προχρῄζετε (ἐξυπ. πυθέσθαι) Αἰσχύλ. Πρ. 641, πρβλ. 787, Σοφ. Ο. Κ. 520, 1160, 1202.

French (Bailly abrégé)

1 avoir en outre besoin de, gén.;
2 demander en outre : τινός, qch ; avec un inf. : demander à, chercher à : τινος πείθεσθαί τινι HDT demander à qqn d’obéir à un autre ou de suivre les conseils d’un autre.
Étymologie: πρός, χρῄζω.

Greek Monolingual

και ιων. τ. προσχρηΐζω Α
έχω ανάγκη κάποιον επί πλέον, ζητώ κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χρήζω «έχω ανάγκη, χρειάζομαι»].

Greek Monotonic

προσχρῄζω: μέλ. -ῄσω, Ιων. -χρηΐζω, μέλ. -ηΐσω· χρειάζομαι επιπλέον, με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν. προσ. και απαρ., προσχρηΐζω ὑμέων πείθεσθαι, απαιτώ να υπακούετε, σε Ηρόδ.· με απαρ. μόνο, τίπροσχρῄζων μαθεῖν; σε Σοφ.· πᾶν ὅπερ προσχρῄζετε (ενν. πυθέσθαι), σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

προσχρῄζω: ион. προσχρηΐζω
1) хотеть, желать: ἐπείτε προσχρηΐζετε τούτων Her. поскольку вы этого желаете; τί προσχρῄζων μαθεῖν; Soph. что ты хочешь узнать?;
2) просить, требовать (προσχρηΐζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ Her.);
3) нуждаться (οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Soph.).