ῥήτωρ: Difference between revisions
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥήτωρ:''' -ορος, ὁ (*[[ῥέω]], [[ἐρῶ]]), [[δημόσιος]] [[ομιλητής]], [[αγορητής]], [[νομικός]] [[σύμβουλος]], [[δικηγόρος]], Λατ. [[orator]], σε Ευρ. κ.λπ. | |lsmtext='''ῥήτωρ:''' -ορος, ὁ (*[[ῥέω]], [[ἐρῶ]]), [[δημόσιος]] [[ομιλητής]], [[αγορητής]], [[νομικός]] [[σύμβουλος]], [[δικηγόρος]], Λατ. [[orator]], σε Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥήτωρ:''' ορος ὁ (Arph. редко ἡ) [[εἴρω]] II]<br /><b class="num">1)</b> повествователь, рассказчик (μύθων Eur.);<br /><b class="num">2)</b> оратор, докладчик Thuc., Arph., Plut.: οἱ [[δέκα]] ῥήτορες Luc. десять (аттических) ораторов (см. [[δεκάς]] 1);<br /><b class="num">3)</b> произносящий приговор, судья Soph.;<br /><b class="num">4)</b> ритор, преподаватель ораторского искусства Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ, also ἡ Ar.Fr.945 (cf. Th.292): (ἐρῶ):—
A public speaker, μύθων ῥήτορες E.Hec.124 (anap.), cf. Fr.597.4, Isoc.8.129, Arist. Top.149b25, Phld.Rh.2.272S., Plu.2.131a, etc.; esp. at Athens, οἱ ῥήτορες the public speakers in the ἐκκλησία, Ar.Ach.38,680, Eq.60, 358, al., Th.8.1, And.3.1, Lys.30.22, etc.; sg. prob. in IG12.45.21; οἱ δέκα ῥ. the Ten Attic Orators, Luc.Am.29; ὁ ῥ. 'par excellence' = Demosthenes, Hermog.Inv.4.1, al. 2 one who gives sentence, judge, S.Fr.1090. 3 advocate, POxy.37.4 (i A.D.), etc. 4 later, teacher of eloquence, rhetorician, OGI712 (Egypt), etc. II as Adj., ῥ. λόγος oratory, IG2.1386.7.
German (Pape)
[Seite 841] ορος, ὁ, 1) der Redner, Sprecher; Soph. frg. 937; δισσῶν μύθων ῥήτορες ἦσαν, Eur. Hec. 126; Volksredner, Ar. oft u. in Prosa. – 2) später bes. der Lehrer der Beredtsamkeit, auch der Redekünstler, Prunkredner, rhetor, Plut. oft u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ῥήτωρ: -ορος, ὁ, ὡσαύτως ἡ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 673· (*ῥέω, ἐρῶ)· -ὡς καὶ νῦν, ὁ δημοσίᾳ ἀγορεύων, δικηγόρος, Λατ. orator, ῥ. μύθων Εὐρ. Ἑκ. 126, κτλ.· μάλιστα ἐν Ἀθήναις, οἱ ῥήτορες, οἱ δημοσίᾳ ἀγορεύοντες ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ οἱ μετερχόμενοι τοῦτο τὸ ἐπάγγελμα πολλάκις προήγοντο εἰς τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα τῆς πόλεως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 38, 680, Ἱππ. 60, 358, κ. ἀλλ., Θουκ. 8. 1, Ἀνδοκ. 23. 31, Πλάτ., κλ.· συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 185Β, Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 5· οἱ δέκα ῥήτορες, οἱ Ἀττικοί, συνήθως ἐκδιδόμενοι ὁμοῦ, Λουκ. Ἔρωτες 29. 2) ἐν Σοφ. Ἀποσπάσμ. 937, ὁ ἐκδίδων ἀπόφασιν, δικαστής. 3) παρὰ μεταγεν. ἰδίως, διδάσκαλος τῆς ῥητορικῆς, ῥητοροδιδάσκαλος, Λατιν. rhetor, Πλούτ. 2. 131 Α, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ῥ. Λόγος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 852. 7.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 orateur, particul. à Athènes orateur public dans l’assemblée ; abs. ὁ ῥήτωρ, l’orateur par excellence (Démosthène);
2 maître d’éloquence, rhéteur.
Étymologie: R. Ϝερ > Ϝρη-, Ῥη- parler ; v. εἴρω², *ῥέω.
English (Strong)
from ῥέω; a speaker, i.e. (by implication) a forensic advocate: orator.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. ρήτορας.
Greek Monotonic
ῥήτωρ: -ορος, ὁ (*ῥέω, ἐρῶ), δημόσιος ομιλητής, αγορητής, νομικός σύμβουλος, δικηγόρος, Λατ. orator, σε Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ῥήτωρ: ορος ὁ (Arph. редко ἡ) εἴρω II]
1) повествователь, рассказчик (μύθων Eur.);
2) оратор, докладчик Thuc., Arph., Plut.: οἱ δέκα ῥήτορες Luc. десять (аттических) ораторов (см. δεκάς 1);
3) произносящий приговор, судья Soph.;
4) ритор, преподаватель ораторского искусства Plut.