στερνοτυπής: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στερνοτῠπής:''' -ές ([[τύπτω]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από το στηθοκόπημα, από τα χτυπήματα που δίνει [[κάποιος]] στο [[στήθος]] του για να εκφράσει τη [[θλίψη]] και την [[οδύνη]] του, σε Ευρ., Ανθ.
|lsmtext='''στερνοτῠπής:''' -ές ([[τύπτω]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από το στηθοκόπημα, από τα χτυπήματα που δίνει [[κάποιος]] στο [[στήθος]] του για να εκφράσει τη [[θλίψη]] και την [[οδύνη]] του, σε Ευρ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''στερνοτῠπής:''' издаваемый ударами в грудь ([[κτύπος]] Eur.; [[πάταγος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 09:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερνοτῠπής Medium diacritics: στερνοτυπής Low diacritics: στερνοτυπής Capitals: ΣΤΕΡΝΟΤΥΠΗΣ
Transliteration A: sternotypḗs Transliteration B: sternotypēs Transliteration C: sternotypis Beta Code: sternotuph/s

English (LSJ)

ές,

   A of or from beaten breasts, κτύπος E.Supp.604 (lyr.); σ. πάταγος AP7.711 (Antip.); cf. στέρνον 1.1.

German (Pape)

[Seite 938] ές, ἰάλεμος, Klagegeschrei, wobei man sich die Brust schlägt; κτύποι, Eur. Suppl 604; πάταγος, Antp. Sid. 98 (VII, 711).

Greek (Liddell-Scott)

στερνοτῠπής: -ές, (τύπτω) ὁ ἀνήκων εἰς τυπτόμενα στήθη ἢ ἐξ αὐτῶν προερχόμενος, κτύπος Εὐρ. Ἱκέτ. 604· πάταγος στ. Ἀνθ. Π. 7. 711· πρβλ. στέρνον Ι. 1. - Παρ’ Ἡσυχ. στερνοτύπτης. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 266.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qu’on fait en se frappant la poitrine.
Étymologie: στέρνον, τύπτω.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία («πάταγος στερνοτυπής», Αντίπ. Θεσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μηρο-τυπής].

Greek Monotonic

στερνοτῠπής: -ές (τύπτω), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από το στηθοκόπημα, από τα χτυπήματα που δίνει κάποιος στο στήθος του για να εκφράσει τη θλίψη και την οδύνη του, σε Ευρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στερνοτῠπής: издаваемый ударами в грудь (κτύπος Eur.; πάταγος Anth.).