συμπότης: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπότης:''' -ου, ὁ ([[συμπίνω]]), αυτός που πίνει μαζί με άλλους, [[σύντροφος]] στο ποτό, σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''συμπότης:''' -ου, ὁ ([[συμπίνω]]), αυτός που πίνει μαζί με άλλους, [[σύντροφος]] στο ποτό, σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπότης:''' ου ὁ собутыльник, участник попойки или сотрапезник Pind., Her., Eur., Arph., Plat.
}}
}}

Revision as of 04:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπότης Medium diacritics: συμπότης Low diacritics: συμπότης Capitals: ΣΥΜΠΟΤΗΣ
Transliteration A: sympótēs Transliteration B: sympotēs Transliteration C: sympotis Beta Code: sumpo/ths

English (LSJ)

ου, ο,

   A fellow-drinker, boon-companion, Pi.O.1.61, Hdt. 2.78,173, E.Alc.343, Ar.Ach.1135, Antipho 2.1.4, Pl.Prt.347d, etc.

German (Pape)

[Seite 989] ὁ, Mittrinker, Theilnehmer am Trinkgelage, Gast; ἁλίκεσσι συμπόταις, Pind. Ol. 1, 61; συμπόταισιν ὁμιλεῖν, P. 6, 53; Ar. Lys. 1227; Eur. Alc. 344; Plat. Conv. 213 b u. öfter; Antiph. 2 α 4.

Greek (Liddell-Scott)

συμπότης: -ου, ὁ, ὁ ὁμοῦ πίνων, σύντροφος ἐν πότῳ, Ἡρόδ. 2. 78, 173, Πινδ. Ο. 1. 99, Εὐρ. Ἄλκ. 343, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1135, Ἀντιφῶν 115. 18, Πλάτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
convive.
Étymologie: συμπίνω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. συμπότρια και συμπότις, ΝΜΑ
αυτός που πίνει συντροφιά με άλλον, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. οἰνο-πότης.

Greek Monolingual

ο, θηλ. συμπότρια και συμπότις, ΝΜΑ
αυτός που πίνει συντροφιά με άλλον, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. οἰνο-πότης.

Greek Monotonic

συμπότης: -ου, ὁ (συμπίνω), αυτός που πίνει μαζί με άλλους, σύντροφος στο ποτό, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συμπότης: ου ὁ собутыльник, участник попойки или сотрапезник Pind., Her., Eur., Arph., Plat.