Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συκολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a
(6)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui cueille des figues.<br />'''Étymologie:''' [[σῦκον]], [[λέγω]]².
|btext=ος, ον :<br />qui cueille des figues.<br />'''Étymologie:''' [[σῦκον]], [[λέγω]]².
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[συκολόγος]], -ον, ΝΑ, και [[συκολός]] και συκολόος Ν<br />αυτός που συλλέγει, που μαζεύει σύκα από τις συκιές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] του [[μήνα]] Αυγούστου, [[επειδή]] [[κατά]] τον [[μήνα]] αυτό ωριμάζουν τα σύκα<br /><b>2.</b> το [[πτηνό]] [[συκοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επινοεί συκοφαντίες, ο [[συκοφάντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκολόγος Medium diacritics: συκολόγος Low diacritics: συκολόγος Capitals: ΣΥΚΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: sykológos Transliteration B: sykologos Transliteration C: sykologos Beta Code: sukolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A gathering figs: picking up slander (cf. συκόβιος), Sch.Ar.Pl.874, EM733.57.

German (Pape)

[Seite 973] Feigen lesend, sammelnd, – von Feigen sprechend, Schol. Ar. Plut. 874.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκολόγος: -ον, ὁ σῦκα συλλέγων· ὁ ἐξευρίσκων συκοφαντίας, συκοφάντης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρβλ. συκόβιος· ― ἀμφότεραι αἱ λέξεις αὗται προσυπονοοῦσι τὸ συκοφάντης.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cueille des figues.
Étymologie: σῦκον, λέγω².

Greek Monolingual

ο / συκολόγος, -ον, ΝΑ, και συκολός και συκολόος Ν
αυτός που συλλέγει, που μαζεύει σύκα από τις συκιές
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ονομασία του μήνα Αυγούστου, επειδή κατά τον μήνα αυτό ωριμάζουν τα σύκα
2. το πτηνό συκοφάγος
αρχ.
αυτός που επινοεί συκοφαντίες, ο συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -λόγος].

Greek Monotonic

σῡκολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μαζεύει σύκα.