συνεπερίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεπερίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συναγωνίζομαι]], [[φιλονικώ]] επίσης με, <i>τινί</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''συνεπερίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συναγωνίζομαι]], [[φιλονικώ]] επίσης με, <i>τινί</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεπερίζω:''' совместно бороться, соревноваться, состязаться (τινί Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A contend also with, ποταμῷ AP9.709 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπερίζω: συναμιλλῶμαι, συνδιαφιλονικῶ, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 709.
French (Bailly abrégé)
lutter contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπερίζω.
Greek Monolingual
Α
αμιλλώμαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπί + ἐρίζω.
Greek Monolingual
Α
αμιλλώμαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπί + ἐρίζω.
Greek Monotonic
συνεπερίζω: μέλ. -σω, συναγωνίζομαι, φιλονικώ επίσης με, τινί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπερίζω: совместно бороться, соревноваться, состязаться (τινί Anth.).