συνεισέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεισέρχομαι:''' αποθ., [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]] με κάποιον ή μαζί, <i>δόμους</i>, σε Ευρ.· <i>ἐς οἴκους</i>, στον ίδ. κ.λπ.· το [[συνείσομαι]] χρησιμοποιείται ως μέλ. του [[σύνοιδα]].
|lsmtext='''συνεισέρχομαι:''' αποθ., [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]] με κάποιον ή μαζί, <i>δόμους</i>, σε Ευρ.· <i>ἐς οἴκους</i>, στον ίδ. κ.λπ.· το [[συνείσομαι]] χρησιμοποιείται ως μέλ. του [[σύνοιδα]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εισέρχομαι, Att. ook ξυνεισέρχομαι samen (met...) naar binnen gaan; met εἰς + acc. in; met dat. met iem.
}}
}}

Revision as of 14:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισέρχομαι Medium diacritics: συνεισέρχομαι Low diacritics: συνεισέρχομαι Capitals: ΣΥΝΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: syneisérchomai Transliteration B: syneiserchomai Transliteration C: syneiserchomai Beta Code: suneise/rxomai

English (LSJ)

   A enter along with or together, σοὶ δόμους E.Hel.327; ἐς οἴκους τινί ib.1083; ἐς τὸ τεῖχος Th.4.57; οἴκαδε And.4.17; εἰς τὴν οἰκίαν Mitteis Chr.91 ii 26 (ii A.D., prob.); of things, S.E.P.1.10, Gal.UP8.7, Lib.Or.64.12, etc.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. ἔρχομαι), mit, zusammen hineingehen; θέλω κἀγώ σοι συνεισελθεῖν δόμους, Eur. Hel. 334; εἰς τὸ τεῖχος, Thuc. 4, 57; Xen. An. 4, 5, 10; Andoc. 4, 17; Sp., wie Luc. Nigr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισέρχομαι: ἀποθ., εἰσέρχομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, θέλω δὲ κἀγὼ σοὶ συνεισελθεῖν δόμους Εὐρ. Ἑλ. 327· ἐς οἴκους σοὶ συνεισελθεῖν αὐτόθι 1083· ξυνεισελθεῖν ἐς τὸ τεῖχος οὐκ ἠθέλησαν Θουκυδ. 4. 57· οἴκαδε Ἀνδοκ. 31. 15· ― ἐπὶ πραγμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

entrer ensemble dans, acc..
Étymologie: σύν, εἰσέρχομαι.

English (Strong)

from σύν and εἰσέρχομαι; to enter in company with: go in with, go with into.

English (Thayer)

2nd aorist συνεισηλθον; to enter together: τίνι, with one — followed by an accusative of the place, Euripides, Thucydides, Xenophon, others; the Sept..)

Greek Monolingual

Α εἰσέρχομαι
εισέρχομαι μαζί με κάποιον.

Greek Monolingual

Α εἰσέρχομαι
εισέρχομαι μαζί με κάποιον.

Greek Monotonic

συνεισέρχομαι: αποθ., εισέρχομαι, μπαίνω με κάποιον ή μαζί, δόμους, σε Ευρ.· ἐς οἴκους, στον ίδ. κ.λπ.· το συνείσομαι χρησιμοποιείται ως μέλ. του σύνοιδα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εισέρχομαι, Att. ook ξυνεισέρχομαι samen (met...) naar binnen gaan; met εἰς + acc. in; met dat. met iem.