σχίσις: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σχίσις:''' -εως, ἡ ([[σχίζω]]), [[σχίσιμο]], [[ενέργεια]] ή [[διαδικασία]] σκισίματος, [[διαμερισμός]], [[διάσχιση]], [[αποκοπή]], [[διχασμός]], [[διαχωρισμός]], [[διαίρεση]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''σχίσις:''' -εως, ἡ ([[σχίζω]]), [[σχίσιμο]], [[ενέργεια]] ή [[διαδικασία]] σκισίματος, [[διαμερισμός]], [[διάσχιση]], [[αποκοπή]], [[διχασμός]], [[διαχωρισμός]], [[διαίρεση]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σχίσις -εως, ἡ [σχίζω] het splitsen, splitsing. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], εως, ἡ, (σχίζω)
A cleavage, parting, Pl.Phd.97a, 101c; of roads, ib.108a; of the wings of birds (cf. σχιζόπτερος), Arist.HA 532a26; of the feet of animals (cf. σχιζόπους), Id.PA663a31; of a plant, Dsc.4.187; of rivers, Plu.2.93f; κατὰ τὴν σχίσιν at the cleavage (of the gullet into oesophagus and trachea), cj. for κατὰ σχέσιν (v.l. κατάσχεσιν) in Archig. ap. Orib.8.1.18; ἀδένες . . σχίσεις ἀγγείων στηρίζοντες Gal.6.674, cf. 15.532. 2 curdling, τοῦ γάλακτος (v. σχίζω 1.3) Id.6.694, Philum. ap. Orib.45.29.10.
German (Pape)
[Seite 1056] ἡ, das Spalten, Trennen; Plat. Phaed. 97 a; vom Wege, ἔοικε σχίσεις τε καὶ περιόδους πολλὰς ἔχειν, 108 a.
Greek (Liddell-Scott)
σχίσις: [ῑ], -εως, ἡ, (σχίζω) τὸ σχίζειν, διασχίζειν, διάσχισις, διαίρεσις, σχίσιμον, Πλάτ. Φαίδων 97Α, 101C· ἐπὶ ὁδῶν, αὐτόθι 108Α· ἐπὶ τῶν πτερύγων τῶν πτηνῶν (πρβλ. σχιζόπτερος), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 8· ἐπὶ τῶν ποδῶν ζῴων, πρβλ. σχιζόπους), ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 2. 8· ἐπὶ ποταμῶν, Πλούτ. 2. 93F. 2) ἡ σχ. τοῦ γάλακτος (ἴδε σχίζω 3), Ὀρειβάσ. 63 Mai. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
fente, séparation.
Étymologie: σχίζω.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ σχίζω
η ενέργεια του σχίζω, σχίσιμο («αὕτη αἰτία γέγονεν, ἡ σχίσις, τοῡ δύο γεγονέναι», Πλάτ.)
αρχ.
1. διακλάδωση («ἔοικε σχίσεις τε καὶ περιόδους πολλὰς ἕχειν [ἡ πρὸς τὸν Ἅδην ὁδός]», Πλάτ.)
2. φρ. «σχίσις τοῡ γάλακτος» — ο διαχωρισμός του τυριού από το τυρόγαλα (Γαλ. Ορειβ.).
Greek Monotonic
σχίσις: -εως, ἡ (σχίζω), σχίσιμο, ενέργεια ή διαδικασία σκισίματος, διαμερισμός, διάσχιση, αποκοπή, διχασμός, διαχωρισμός, διαίρεση, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχίσις -εως, ἡ [σχίζω] het splitsen, splitsing.