τερατολόγος: Difference between revisions
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τερᾰτολόγος:''' ὁ ([[λέγω]]), αυτός που μιλάει για θαυμαστά και παράδοξα πράγματα, [[εκπληκτικός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''τερᾰτολόγος:''' ὁ ([[λέγω]]), αυτός που μιλάει για θαυμαστά και παράδοξα πράγματα, [[εκπληκτικός]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τερᾰτολόγος:''' фантастический, диковинный ([[φύσεις]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 1 January 2019
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A marvel-monger, Poll.9.147 (citing Plato, v. 11), Philostr.V A3.32. II Adj., in pass. sense, portentous, φύσεις Pl.Phdr.229e.
German (Pape)
[Seite 1092] 1) von Naturwundern, auffallenden, wunderbaren Erscheinungen od. Begebenheiten, bes. latwen, welche wan als bedeutungsvolle Vorzeichen nettawiet, sprechend, sie erklärend, Sp. – 2) auch pass. wavon Wunderdinge erzählt werden, wunderbar, widernatürlich, φύσεις Plat. Phaedr. 229 e.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτολόγος: ὁ, ὁ τερατολογῶν, ὁ θαυμαστὰ καὶ παράδοξα μυθεύων, Φιλόστρ. 123, Πολυδ. Θ΄, 147. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐπὶ παθητ. σημασίας, ὁ περὶ οὗ θαυμαστὰ καὶ τερατώδη λέγονται, τερατώδης, Γοργόνων καὶ Πηγάσων καὶ ἄλλων ἀμηχάνων... καὶ ἀτοπίαι τερατολόγων τινῶν φύσεων Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui raconte des histoires de choses extraordinaires;
2 au sujet de qui l’on raconte des choses prodigieuses.
Étymologie: τέρας, λέγω³.
Greek Monolingual
-ο / τερατολόγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και τερατολόγα Ν
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που λέει τερατολογίες, φανταστικές ιστορίες σχετικά με αλλόκοτα ή παράδοξα πράγματα
νεοελλ.
1. αυτός έχει την τάση να λέει τερατολογίες
2. επιστήμονας βιολόγος ειδικός στην τερατολογία
αρχ.
(με παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο λέγονται θαυμαστά και παράδοξα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -λόγος].
Greek Monotonic
τερᾰτολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που μιλάει για θαυμαστά και παράδοξα πράγματα, εκπληκτικός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τερᾰτολόγος: фантастический, диковинный (φύσεις Plat.).