ὑπερνικάω: Difference between revisions
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερνῑκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[κάτι]] περισσότερο από [[νικητής]], [[κατακτητής]], [[πορθητής]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ὑπερνῑκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[κάτι]] περισσότερο από [[νικητής]], [[κατακτητής]], [[πορθητής]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερνῑκάω:''' полностью побеждать, преодолевать (ἔν τινι NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A prevail completely over, Hp.Hebd.50, Gal.19.645; to be more than conqueror, Ep.Rom.8.37: c. acc., τὰς Χάριτας, μίμημα, Lib.Descr.30.9,4.
German (Pape)
[Seite 1199] weit übertreffen, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερνῑκάω: εἶμαι πλέον ἢ νικητής, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 37, Βυζαντ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
vaincre tout à fait, triompher de.
Étymologie: ὑπέρ, νικάω.
English (Strong)
from ὑπέρ and νικάω; to vanquish beyond, i.e. gain a decisive victory: more than conquer.
English (Thayer)
ὑπερνίκω; (Cyprian supervinco); to be more than a conqueror, to gain a surpassing victory: νικᾷ καί μή ὑπερνικα; Socrat. h. e. 3,21 νικαν καλόν, ὑπερνικαν δέ σπιφθονον. Found in other ecclesiastical writings (Eusebius, h. e. 8,14, 15, uses ὑπερεκνικαν.)
Greek Monotonic
ὑπερνῑκάω: μέλ. -ήσω, είμαι κάτι περισσότερο από νικητής, κατακτητής, πορθητής, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὑπερνῑκάω: полностью побеждать, преодолевать (ἔν τινι NT).