φραδμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φραδμοσύνη:''' ἡ, ποιητ. όνομα, [[κατανόηση]], [[εξυπνάδα]], [[δεξιότητα]], σε δοτ. πληθ. <i>φραδμοσύνῃς</i>, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
|lsmtext='''φραδμοσύνη:''' ἡ, ποιητ. όνομα, [[κατανόηση]], [[εξυπνάδα]], [[δεξιότητα]], σε δοτ. πληθ. <i>φραδμοσύνῃς</i>, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φραδμοσύνη:''' ἡ разумность, тонкий замысел HH, Hes.
}}
}}

Revision as of 05:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρᾰδμοσύνη Medium diacritics: φραδμοσύνη Low diacritics: φραδμοσύνη Capitals: ΦΡΑΔΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: phradmosýnē Transliteration B: phradmosynē Transliteration C: fradmosyni Beta Code: fradmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, poet. Noun,

   A shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃς h.Ap.99, Hes.Op.245, Th.626, etc.; dat. sg. φραδμοσύνῃ A.R.2.647; cf. φρασμοσύνη.

German (Pape)

[Seite 1302] ἡ, Verstand, Einsicht, Geschicklichkeit, List; H. h. Apoll. 99; Hes. öfter im plur.

Greek (Liddell-Scott)

φραδμοσύνη: ἡ, ποιητ ὄνομα εὐφυΐα, νόησις, δεξιότης, ἐν τῇ δοτ. πληθ., φραδμοσύνῃσιν Ὑμν Ὁμ εἰς Ἀπόλλ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 243, Θεογον. 626, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ φραδμοσύνῃ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 647. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φραδμοσύνη· σκέψις, βουλή, νόησις».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: φράδμων.

Greek Monolingual

και φρασμοσύνη, ἡ, Α φράδμων / φράσμων, -όνος]
ευφυΐα, επιτηδειότητα.

Greek Monotonic

φραδμοσύνη: ἡ, ποιητ. όνομα, κατανόηση, εξυπνάδα, δεξιότητα, σε δοτ. πληθ. φραδμοσύνῃς, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

φραδμοσύνη: ἡ разумность, тонкий замысел HH, Hes.