χοίρινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χοίρῐνος:''' -η, -ον, = [[χοίρειος]], [[δέρμα]] του χοίρου, σε Λουκ.
|lsmtext='''χοίρῐνος:''' -η, -ον, = [[χοίρειος]], [[δέρμα]] του χοίρου, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χοίρῐνος, η, ον = [[χοίρειος]]<br />of hog's [[skin]], Luc.
}}
}}

Revision as of 02:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοίρῐνος Medium diacritics: χοίρινος Low diacritics: χοίρινος Capitals: ΧΟΙΡΙΝΟΣ
Transliteration A: choírinos Transliteration B: choirinos Transliteration C: choirinos Beta Code: xoi/rinos

English (LSJ)

η, ον,

   A = χοίρειος, of hog's skin, ἀσπίς Luc.Hist.Conscr.23.

German (Pape)

[Seite 1362] = χοίρειος, Sp.; ἡ χοιρίνη, sc. δορά, Schweinehaut, Luc. hist. conscr. 23.

Greek (Liddell-Scott)

χοίρῐνος: -η, -ον, = χοίρειος, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος χοίρου, ἀσπὶς Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cochon, de porc ; ἡ χοιρίνη (δορά) couenne de porc.
Étymologie: χοῖρος.

Greek Monolingual

-η, -ο / χοίρινος, -ίνη, -ον, ΝΑ
ο κατασκευασμένος από δέρμα χοίρου, χοιρινός (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ χοιρίνη περὶ ταῑς κνήμαις», Λουκιαν.)
νεοελλ.
παροιμ. «γλυκό κρασί σε χοίρινο τομάρι» — λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία γίνεται κακή διαχείριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

χοίρῐνος: -η, -ον, = χοίρειος, δέρμα του χοίρου, σε Λουκ.

Middle Liddell

χοίρῐνος, η, ον = χοίρειος
of hog's skin, Luc.