χρυσωρύχος: Difference between revisions
Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσωρύχος:''' [ῠ], -ον ([[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει για να βρει χρυσό, σε Στράβ. | |lsmtext='''χρῡσωρύχος:''' [ῠ], -ον ([[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει για να βρει χρυσό, σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χρῡ˘σ-ωρύχος, ον, [[ὀρύσσω]]<br />digging for [[gold]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 9 January 2019
English (LSJ)
(parox.), ον, (ὀρύσσω)
A digging for gold, μύρμηκες Str.2.1.9; ἔργα Supp.Epigr.6.166 (Phrygia, iv A. D.): as Subst., gold-miner, Zos.Alch. p.240B.; cf. χρυσώρυφος.
German (Pape)
[Seite 1383] Gold grabend, Goldgräber, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσωρύχος: [ῠ], -ον, (ὀρύσσω) ὁ ἐξωρύττων χρυσόν, τοὺς χρυσωρύχους μύρμηγκας Στράβ. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui creuse ou exploite une mine d’or.
Étymologie: χρυσός, ὀρύσσω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
άτομο που σκάβει τη γη ή ανασκαλεύει την άμμο για να βρει χρυσό
νεοελλ.-μσν.
εργάτης σε χρυσωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
χρῡσωρύχος: [ῠ], -ον (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει για να βρει χρυσό, σε Στράβ.