κάδδιχος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(2b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κάδδιχος:''' ὁ каддих (мера сыпучих тел = 4 χοίνικες, т. е. 4.377 литра то же, что [[ἡμίεκτον]]) (Plut. - v. l. [[κάδδος]]).
|elrutext='''κάδδιχος:''' ὁ каддих (мера сыпучих тел = 4 χοίνικες, т. е. 4.377 литра то же, что [[ἡμίεκτον]]) (Plut. - v. l. [[κάδδος]]).
}}
{{elnl
|elnltext=κάδδιχος -ου, ὁ [κάδος] kaddichos, stemurn.
}}
}}

Revision as of 07:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάδδῐχος Medium diacritics: κάδδιχος Low diacritics: κάδδιχος Capitals: ΚΑΔΔΙΧΟΣ
Transliteration A: káddichos Transliteration B: kaddichos Transliteration C: kaddichos Beta Code: ka/ddixos

English (LSJ)

ὁ, (κάδος)

   A jar, κάδδιχος καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσι Plu.Lyc.12: hence, voting-urn, whence κεκαδδίχθαι, to be rejected on a vote, ibid.; also, a measure,= ἡμίεκτον, Hsch., cf. Tab.Heracl.1.52, IG5(1).1447.10 (Messene, iii/ii B.C.):— Lacon. καδίκορ, Hsch. s.v. ἐνδεκαδίκορ.

German (Pape)

[Seite 1279] ὁ, ein Getreidemaaß von vier χοίνικες, auch heiliges Opferbrot, Hesych. S. καδδίζω.

Greek (Liddell-Scott)

κάδδῐχος: ὁ, Σικελικόν τι μέτρον, ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ ἡμίεκτον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 53 (ἴδε Franz σ. 707). - Παρὰ Πλουτ. ἐν βίῳ Λυκ. 12, = κάδος ΙΙ, «κάδδιχος (κάδος Κοραῆς) γὰρ καλεῖται τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὰς ἀπομαγδαλίας ἐμβάλλουσιν».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. κάδος.

Greek Monolingual

κάδδιχος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα
2. κάλπη
3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον
β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-δδ-) και επίθημα -ιχος (πρβλ. οσσ-ίχος)].

Russian (Dvoretsky)

κάδδιχος: ὁ каддих (мера сыпучих тел = 4 χοίνικες, т. е. 4.377 литра то же, что ἡμίεκτον) (Plut. - v. l. κάδδος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάδδιχος -ου, ὁ [κάδος] kaddichos, stemurn.