κεφαλαιόω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κεφᾰλαιόω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. представлять в основных чертах (τὰ [[μέγιστα]] Thuc.): κ. ἐκ πολλῶν Thuc. охватить многие вопросы в главных чертах; κεφαλαιοῦσθαί τινα Plat. дать общую характеристику кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> распределять, расчленять (τὸ τῶν πλανήτων πλῇθος εἰς ἑπτὰ μέρη Arst.);<br /><b class="num">3)</b> ранить в голову (ἐκεῖνον λιθοβολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν NT).
|elrutext='''κεφᾰλαιόω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. представлять в основных чертах (τὰ [[μέγιστα]] Thuc.): κ. ἐκ πολλῶν Thuc. охватить многие вопросы в главных чертах; κεφαλαιοῦσθαί τινα Plat. дать общую характеристику кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> распределять, расчленять (τὸ τῶν πλανήτων πλῇθος εἰς ἑπτὰ μέρη Arst.);<br /><b class="num">3)</b> ранить в голову (ἐκεῖνον λιθοβολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν NT).
}}
{{elnl
|elnltext=κεφαλαιόω [κεφάλαιος] zich tot de hoofdzaak beperken:; κεφαλαιώσαντες... διαγνώμας ποιεῖσθαι tot de hoofdzaak doordringen en zo een beslissing nemen Thuc. 3.67.7; ook med.: κεφαλαιωσώμεθα... τὸν κάκιστον laten we de slechtste in één woord samenvatten Plat. Resp. 576b.
}}
}}

Revision as of 07:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφαλαιόω Medium diacritics: κεφαλαιόω Low diacritics: κεφαλαιόω Capitals: ΚΕΦΑΛΑΙΟΩ
Transliteration A: kephalaióō Transliteration B: kephalaioō Transliteration C: kefalaioo Beta Code: kefalaio/w

English (LSJ)

   A bring under heads, sum up, Th.3.67, al.:—Med., Arist.MM1207b22; κ. τινά characterize generally, Pl.R.576b; τὰς δυνάμεις τινῶν Phld.Vit. p.17 J.:—Pass., to be summed up, Arist.Metaph.1013b30; κ. ἑκάστην τῶν ἀρετῶν περὶ ἴδιόν τι κεφάλαιον Stoic.3.73; κεφαλαιοῦσθαι ἐννακισχιλίων ἑξακοσίων [σταδίων] to amount in all to... Str.2.1.39; εἰς δύο ἀρτηρίας ἡ πάντων ἀγγείων κ. σύνοδος is combined in... Gal.4.657, cf. Porph.Sent.44; κεφαλαιούσθω διότι . . Phld.Rh.2.35 S.    II smite on the head, Ev.Marc.12.4.

German (Pape)

[Seite 1427] 1) die Hauptsachen anführen, den Hauptmomenten nach erzählen, summarisch behandeln, zusammenfassen; πολλὰ παρεὶς τὰ μέγιστα κεφαλαιώσω Thuc. 6, 91, vgl. 8, 53; Sp.; auch im med., κεφαλαιωσώμεθα τὸν κάκιστον, im Allgemeinen bestimmen, erklären, Plat. Rep. IX, 576 b; aber pass. ist ἡ σύμπασα κεφαλαιοῦται ἑξακοσίων σταδίων, beträgt im Ganzen, Strab. II, 92; so auch A. – 2) im N. T. = am Kopfe verwunden, tödten.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
traiter sommairement, en ne parlant que des choses principales;
Moy. κεφαλαιόομαι-οῦμαι traiter sommairement, définir d’une manière générale ou sommaire, acc..
Étymologie: κεφαλαῖος.

English (Strong)

from the same as κεφάλαιον; (specially) to strike on the head: wound in the head.

English (Thayer)

(κεφαλιόω) T WH (approved also by Weiss, Volkmar, others), for κεφαλαιόω, which see.

Greek Monotonic

κεφᾰλαιόω: μέλ. -ώσω,
I. εντάσσω σε κεφάλαια, συνοψίζω, δηλώνω περιληπτικά, σε Θουκ.
II. πλήττω στο κεφάλι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαιόω: 1) тж. med. представлять в основных чертах (τὰ μέγιστα Thuc.): κ. ἐκ πολλῶν Thuc. охватить многие вопросы в главных чертах; κεφαλαιοῦσθαί τινα Plat. дать общую характеристику кого-л.;
2) распределять, расчленять (τὸ τῶν πλανήτων πλῇθος εἰς ἑπτὰ μέρη Arst.);
3) ранить в голову (ἐκεῖνον λιθοβολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαιόω [κεφάλαιος] zich tot de hoofdzaak beperken:; κεφαλαιώσαντες... διαγνώμας ποιεῖσθαι tot de hoofdzaak doordringen en zo een beslissing nemen Thuc. 3.67.7; ook med.: κεφαλαιωσώμεθα... τὸν κάκιστον laten we de slechtste in één woord samenvatten Plat. Resp. 576b.