διάπλοος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(1b)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διάπλοος:''' <b class="num">I</b> стяж. [[διάπλους]] 2 переплывающий: διάπλοον καθιστάναι πάντα ναυτικὸν [[λεών]] Aesch. заставлять весь экипаж корабля грести.<br /><b class="num">II</b> стяж. [[διάπλους]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> переезд по морю (πρὸς τὸ [[Κήναιον]] τῆς Εὐβοίας Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> путь переезда по морю (ὁ [[δυοῖν]] νεοῖν δ. Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> судоходный канал ([[διάπλους]] πρὸς τὴν πόλιν τέμνειν Plat.).
|elrutext='''διάπλοος:''' <b class="num">I</b> стяж. [[διάπλους]] 2 переплывающий: διάπλοον καθιστάναι πάντα ναυτικὸν [[λεών]] Aesch. заставлять весь экипаж корабля грести.<br /><b class="num">II</b> стяж. [[διάπλους]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> переезд по морю (πρὸς τὸ [[Κήναιον]] τῆς Εὐβοίας Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> путь переезда по морю (ὁ [[δυοῖν]] νεοῖν δ. Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> судоходный канал ([[διάπλους]] πρὸς τὴν πόλιν τέμνειν Plat.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> <i>adj</i> <i>adj</i><br /><b class="num">1.</b> as adj. [[sailing]] [[continually]], διάπλουν καθίστασαν [[λεών]] they kept them at the oar, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as Subst., a [[voyage]] [[across]], [[passage]], πρὸς τόπον Thuc.<br /><b class="num">2.</b> [[room]] for [[sailing]] [[through]], [[passage]], δυοῖν νεοῖν for two ships [[abreast]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 13:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπλοος Medium diacritics: διάπλοος Low diacritics: διάπλοος Capitals: ΔΙΑΠΛΟΟΣ
Transliteration A: diáploos Transliteration B: diaploos Transliteration C: diaploos Beta Code: dia/ploos

English (LSJ)

ον, contr. διά-πλους, ουν,    I Adj., sailing across or sailing continually, δ. καθίστασαν λεών they kept them at the oar, A. Pers.382.    II as Subst., διάπλους, ὁ, a voyage across, passage, πρὸς τὸ Κήναιον Th.3.93; ἀπὸ τῆς οἰκείας Id.6.31.    2 room for sailing through, passage, δυοῖν νεοῖν for two ships abreast, Id.4.8.    3 cross-channel, Pl.Criti.118e.

Greek (Liddell-Scott)

διάπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν. 1) ὡς ἐπίθ., διαπλέων, δ. καθίστασαν λεών, διετήρησαν εἰς τὴν κώπην, ἠνάγκασαν νὰ κωπηλατῶσι συνεχῶς. Αἰσχύλ. Πέρσ. 382. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάπλους, ὁ, διάπλευσις, διάβασις, πρὸς τόπον Θουκ. 9. 93, πρβλ. 6. 31. 2) τόποςμέρος κατάλληλον ὅπως περάσῃ τις πλέων, πέρασμα, δυοῖν νεοῖν, χωροῦν δύο πλοῖα κατὰ μέτωπον πλέοντα, ὁ αὐτ. 4. 8. 3) πορθμὸς ἢ πέρασμα διασταυροῦν ἕτερον, Πλάτ. Κριτί. 118Ε.

French (Bailly abrégé)

1οος, οον;
qui navigue à travers, qui navigue sans cesse.
Étymologie: διαπλέω.
2όου (ὁ) :
1 traversée, navigation;
2 passage pour des navires, chenal.
Étymologie: διαπλέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): át. -πλους
I que navega διάπλοον καθίστασαν ... πάντα ναυτικὸν λεών hicieron que toda la tropa marinera siguiera navegando A.Pers.382.
II subst. ὁ δ.
1 trayecto por mar, travesía, navegación βραχύς ἐστιν ὁ δ. Th.3.93, cf. 6.31, App.Hisp.19, τὸν διάπλουν αὐτῶν προκατέχοντας Plb.1.61.1, εἰς τὴν ἤπειρον D.S.3.21, cf. Str.3.1.8, τοῦ διάπλου τοῦ περὶ Ἄβυδον εἶρξαι App.Syr.28, cf. D.C.49.2.1, X.Eph.1.6.1, διάπλουν διήκειν Procop.Pers.1.19.18, ὁ Λειάνδροιο δ. AP 7.666 (Antip.Thess.).
2 concr. paso para la navegación, bocana δ. δυοῖν νεοῖν paso para dos naves Th.4.8, διάπλους ἐκ τῶν διωρύχων ... τεμόντες Pl.Criti.118e.

Greek Monotonic

διάπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν·
I. 1. ως επίθ., αυτός που πλέει εξακολουθητικά, αυτός που πλέει διαρκώς· διάπλουν καθίστασαν λεών, τους διατήρησαν στα κουπιά, τους ανάγκασαν να κωπηλατούν συνεχώς, σε Αισχύλ.
II. 1. ως ουσ., διάπλους, , πέρασμα, διάπλευση, διάβαση, πρὸς τόπον, σε Θουκ.
2. τόπος ή μέρος από το οποίο μπορεί να περάσει κάποιος πλέοντας, πέρασμα· δυοῖννεοῖν, για δύο παραπλέοντα πλοία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διάπλοος: I стяж. διάπλους 2 переплывающий: διάπλοον καθιστάναι πάντα ναυτικὸν λεών Aesch. заставлять весь экипаж корабля грести.
II стяж. διάπλους
1) переезд по морю (πρὸς τὸ Κήναιον τῆς Εὐβοίας Thuc.);
2) путь переезда по морю (ὁ δυοῖν νεοῖν δ. Thuc.);
3) судоходный канал (διάπλους πρὸς τὴν πόλιν τέμνειν Plat.).

Middle Liddell

adj adj adj
1. as adj. sailing continually, διάπλουν καθίστασαν λεών they kept them at the oar, Aesch.
II. as Subst., a voyage across, passage, πρὸς τόπον Thuc.
2. room for sailing through, passage, δυοῖν νεοῖν for two ships abreast, Thuc.