Κύπριος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand

Menander, Monostichoi, 309
(3)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Κύπριος:''' <b class="num">II</b> ὁ житель или уроженец Кипра Pind., Her.<br />кипрский Her., Aesch.
|elrutext='''Κύπριος:''' <b class="num">II</b> ὁ житель или уроженец Кипра Pind., Her.<br />кипрский Her., Aesch.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Κύπριος]], η, ον<br /><b class="num">I.</b> of [[Cyprus]], Cyprian, Hdt., etc.<br /><b class="num">II.</b> Κύπρια, τά, an Epic [[poem]] introductory to the Il., Hdt.
}}
}}

Revision as of 13:02, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κύπριος Medium diacritics: Κύπριος Low diacritics: Κύπριος Capitals: ΚΥΠΡΙΟΣ
Transliteration A: Kýprios Transliteration B: Kyprios Transliteration C: Kyprios Beta Code: *ku/prios

English (LSJ)

α, ον,

   A of Cyprus, Cyprian, Pi.P.2.16, Hdt.3.19, etc.; λίθος K., a kind of σμάραγδος (found in Cyprus, Thphr.Lap.25), Achae.5, cf. Plin.HN37.66; K. ἄρτοι Eub.77; K. παραπέτασμα Ar.Fr.611; K. τάριχος Posidipp.17; βοῦς K., prov. of an unclean feeder, Diogenian. 3.49, Suid., etc.; K. κάλαμος, = δόναξ, Dsc.1.85.    2 Κυπρία, ἡ, = Κύπρις, Pi.O.1.75.    3 Κύπρια, τά, an Epic poem introductory to the Il., Hdt.2.117, Arist.Po.1459b2.

Greek (Liddell-Scott)

Κύπριος: -α, -ον, ὁ ἐκ Κύπρου, Ἡρόδ. κλ.· λίθος Κ., εἶδος πολυτίμου λίθου, πιθαν. ἡ σμάραγδος, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 689Β· πρβλ. Θεοφρ. π. Λίθ. 25 καὶ 35, Πλίν. 37. 17· Κ. ἄρτοι ἦσαν διάσημοι, Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 2· ὡσαύτως, Κ. παραπετάσματα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 520· καὶ παστὸς ἰχθὺς ἐκ Κύπρου, τάριχον, Ποσείδιππ. ἐν «Μεταφερομένοις» 2· βοῦς Κ., παροιμ. ἐπὶ ἀδηφάγου ἀνθρώπου, Παροιμιογρ., Σουΐδ, κλ. ΙΙ. Κύπρια, τά, ἐπικόν τι ποίημα εἰσαγωγικὸν εἰς τὴν Ἰλ., ἀρχόμενον ἀπὸ τοῦ γάμου τοῦ Πηλέως μετὰ τῆς Θέτιδος, Ἡρόδ. 2. 117, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Chypre ; οἱ Κύπριοι les Cypriotes ; τὰ Κύπρια les Chants cypriens, poème cyclique.
Étymologie: Κύπρος.

English (Slater)

Κύπριος
   1 of Cyprus pro subs.,
   a Aphrodite. “φίλια δῶρα Κυπρίας” (O. 1.75) (ἔρωτες)· οἶοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων (N. 8.7)
   b man of Cyprus φᾶμαι Κυπρίων (P. 2.16)
   c τὰ Κύπρια, an epic poem, v. Ὅμηρος, test., fr. 265.

English (Strong)

from Κύπρος; a Cyprian (Cypriot), i.e. inhabitant of Cyprus: of Cyprus.

English (Thayer)

Κυπρίου, ὁ, a Cyprian or Cypriote, i. e. a native or an inhabitant of Cyprus: Herodotus, others.))

Greek Monotonic

Κύπριος: -α, -ον,
I. αυτός που κατάγεται από την Κύπρο, Κύπριος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. Κύπρια, τά, Επικ. ποίημα εισαγωγικό της Ιλιάδας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Κύπριος: II ὁ житель или уроженец Кипра Pind., Her.
кипрский Her., Aesch.

Middle Liddell

Κύπριος, η, ον
I. of Cyprus, Cyprian, Hdt., etc.
II. Κύπρια, τά, an Epic poem introductory to the Il., Hdt.