ἀνασφάλλω: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνασφάλλω:''' вновь подниматься, (п)оправляться (συμπτώματος Plat.; νόσου и ἐκ νόσου Babr.; ἐκ κακῶν Luc.).
|elrutext='''ἀνασφάλλω:''' вновь подниматься, (п)оправляться (συμπτώματος Plat.; νόσου и ἐκ νόσου Babr.; ἐκ κακῶν Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />intr., to [[rise]] from a [[fall]] or [[illness]], to [[recover]], Babr.
}}
}}

Revision as of 13:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασφάλλω Medium diacritics: ἀνασφάλλω Low diacritics: ανασφάλλω Capitals: ΑΝΑΣΦΑΛΛΩ
Transliteration A: anasphállō Transliteration B: anasphallō Transliteration C: anasfallo Beta Code: a)nasfa/llw

English (LSJ)

fut.

   A -σφαλῶ J.AJ17.6.5 (v.l. -σφῆλαι), intr., rise from a fall or illness, recover, συμπτώματος ἀνασφῆλαι Pl.Ax.364c; ἐκ τῆς νόσου Nic.Dam.p.98D., cf. Babr.75.9; νόσου καὶ πόνων Id.78.3, cf. D.Chr.34.5; ἐκ κακῶν Luc.Abd.32: abs., J.l.c.

German (Pape)

[Seite 210] sich von einem Fall aufrichten, sich von einer Krankheit erholen, genesen, συμπτώματος Plat. Ax. 364 c; νόσου με ἀνασφῆλαι Babr. 78, 3; ἐκ νόσου, ἐκ κακῶν, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασφάλλω: μέλλ. ἀνασφαλλῶ (ἴδε σφάλλω), ἀμετάβ., ἐγείρομαι ἀπὸ πτώσεως ἢ νόσου, ἀναλαμβάνω, συμπτώματος ἀνασφῆλαι Πλάτ. Ἀξ. 264C· ἐκ νόσου Βαβρ. 75. 9· νόσου καὶ πόνων 78. 3· «ἀνασφήλας: ὑγιάνας, ἀνανήψας, ἀναστάς, ἀνελθὼν» καὶ «ἀνέσφηλεν: ἀνέζησεν» Ἡσύχ., Α. Β. Σουΐδ., κτλ.· ― ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 492.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνασφαλῶ, ao. ἀνέσφηλα;
se relever d’une chute : ἐκ νόσου BABR, νόσου BABR se remettre d’une maladie.
Étymologie: ἀνά, σφάλλω.

Spanish (DGE)

1 en cuanto a la salud convalecer, sanar c. gen. συμπτώματος ἀνασφῆλαι Pl.Ax.364c, ἐκ (τῆς) νόσου Nic.Dam.Vit.Caes.21, cf. POxy.939.5 (IV d.C.), Babr.75.9, 78.3, ἐκ κακῶν Luc.Abd.32
abs. Aristaenet.1.10.86, I.AI 17.171, D.C.51.14.3.
2 en sent. económico y social recuperarse, restablecerse, POxy.2713.18.

Greek Monolingual

ἀνασφάλλω (Α)
(αμτβ.)
1. σηκώνομαι μετά από πέσιμο
2. συνέρχομαι από αρρώστια, αναλαμβάνω.

Greek Monotonic

ἀνασφάλλω: μέλ. -σφᾰλῶ, αμτβ., ανασηκώνομαι μετά από πτώση ή αρρώστια, αναρρώνω, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασφάλλω: вновь подниматься, (п)оправляться (συμπτώματος Plat.; νόσου и ἐκ νόσου Babr.; ἐκ κακῶν Luc.).

Middle Liddell


intr., to rise from a fall or illness, to recover, Babr.