Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλήκοος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(4b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filikoos
|Transliteration C=filikoos
|Beta Code=filh/koos
|Beta Code=filh/koos
|Definition=ον, (ἀκοή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fond of hearing</b> conversation, discourses, etc., φ. καὶ ζητητικός <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>535d</span>; <b class="b3">φιλόμουσος καὶ φ</b>. ib.<span class="bibl">548e</span>; <b class="b3">οἵ τε φιλοθεάμονες οἵ τε φ</b>. ib.<span class="bibl">475d</span>; ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικός <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>10</span>:—<b class="b3">τὸ φ</b>., = [[φιληκοΐα]], Id.2.704e: but also, <b class="b2">fond of hearing</b> for mere pastime, opp. <b class="b3">οἱ φιλομαθοῦντες</b>, <span class="bibl">Plb.7.7.8</span>. Adv. -ως, ἔχειν <span class="bibl">Hld.5.16</span>, Aristid.2.230 J., Chor.6.34 p.95 F.-R.</span>
|Definition=ον, (ἀκοή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fond of hearing]] conversation, discourses, etc., φ. καὶ ζητητικός <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>535d</span>; <b class="b3">φιλόμουσος καὶ φ</b>. ib.<span class="bibl">548e</span>; <b class="b3">οἵ τε φιλοθεάμονες οἵ τε φ</b>. ib.<span class="bibl">475d</span>; ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικός <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>10</span>:—<b class="b3">τὸ φ</b>., = [[φιληκοΐα]], Id.2.704e: but also, [[fond of hearing]] for mere pastime, opp. <b class="b3">οἱ φιλομαθοῦντες</b>, <span class="bibl">Plb.7.7.8</span>. Adv. -ως, ἔχειν <span class="bibl">Hld.5.16</span>, Aristid.2.230 J., Chor.6.34 p.95 F.-R.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:47, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήκοος Medium diacritics: φιλήκοος Low diacritics: φιλήκοος Capitals: ΦΙΛΗΚΟΟΣ
Transliteration A: philḗkoos Transliteration B: philēkoos Transliteration C: filikoos Beta Code: filh/koos

English (LSJ)

ον, (ἀκοή)

   A fond of hearing conversation, discourses, etc., φ. καὶ ζητητικός Pl.R.535d; φιλόμουσος καὶ φ. ib.548e; οἵ τε φιλοθεάμονες οἵ τε φ. ib.475d; ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικός Plu.Alc.10:—τὸ φ., = φιληκοΐα, Id.2.704e: but also, fond of hearing for mere pastime, opp. οἱ φιλομαθοῦντες, Plb.7.7.8. Adv. -ως, ἔχειν Hld.5.16, Aristid.2.230 J., Chor.6.34 p.95 F.-R.

German (Pape)

[Seite 1277] das Zuhören liebend, gern anhörend, aufmerksam; Plat. Euthyd. 274 c; καὶ φιλόμουσος Rep. VIII, 548 e; Pol. 4, 40, 1 u. oft, vgl. bes. 7, 7,8; Luc. Somn. 5.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήκοος: ον (ἀκοὴ) ὁ ἀρεσκόμενος νὰ ἀκούῃ συνδιαλέξεις, λόγους, συζητήσεις, ὁμιλίας, φ. καὶ ζητητικὸς Πλάτ. Πολ. 535D· φιλόμουσος καὶ φ. αὐτόθι 548Ε· φιλοθεάμων καὶ φ. αὐτόθι 475D· ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀκούῃ ἁπλῶς ὅπως κατατρίβῃ τὸν χρόνον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ φιλομαθῶν, Πολύβ. 7. 7, 8· ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικὸς Πλουτ. Ἀλκ. 10. ― τό φιλήκοον, = ἡ φιληκοΐα, ὁ αὐτ. 2. 704F. Ἐπίρρ. φιληκόως, φιληκόως ἔχεις Ἡλιόδ. σ. 5. 16 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 qui écoute avec plaisir ou attentivement, avide d’écouter ; τὸ φιλήκοον PLUT c. φιληκοΐα;
2 disposé à écouter.
Étymologie: φίλος, ἀκούω.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλήκοος, -ον, ΝΜ
αυτός που του αρέσει να ακούει, που αγαπά τα ακροάματα («φιλομαθὴς δὲ μή, μηδὲ φιλήκοος μηδέ ζητητικός», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που του αρέσει απλώς να ακούει για να περνάει τον χρόνο του, σε αντιδιαστολή προς τον φιλομαθή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλήκοον
η φιληκοΐα.
επίρρ...
φιληκόως Α
με φιληκοΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήκοος (< ακοή), πρβλ. βαρυ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

φῐλήκοος: -ον (ἀκοή), αυτός που αρέσκεται στο να ακούει συζητήσεις, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλήκοος: любящий слушать, внимательно слушающий Plat., Polyb., Plut., Luc.