καστόριον: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
(2b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καστόριον:''' τό мед. бобровая струя Plut. | |elrutext='''καστόριον:''' τό мед. бобровая струя Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καστόριον -ου, τό [κάστωρ] bevergeil (gebruikt als geneesmiddel). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A v. καστόρειος.
German (Pape)
[Seite 1333] τό, Bibergeil, ein stark riechendes Arzneimittel, das sich in eigenen Gefäßen neben den Zeugungstheilen des Bibers sammelt, sonst für die Hoden selbst gehalten, Medic. – Neutr. von
Greek (Liddell-Scott)
καστόριον: τό, Λατ. castoreum, ἢ (ἐν τῷ πληθ.) castorea, ἔκκριμά τι ῥευστὸν μελιτῶδες εὑρισκόμενον ἐντὸς δύο ὑμενωδῶν κυστιδίων παρὰ τὰ ὁπίσθια τοῦ κάστορος, οὐχὶ δὲ (ὡς ἐπιστεύετο) ἐν τοῖς ὄρχεσι, εἶναι δὲ «βαρύοσμον, βρωμῶδες, δριμύ, δηκτικὸν» κλ. Διοσκ. 2. 26, Γαλην. ΙΙ. «εἶδος βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης» Σουΐδ.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
καστόριον: τό мед. бобровая струя Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καστόριον -ου, τό [κάστωρ] bevergeil (gebruikt als geneesmiddel).