ξεναρκής: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξεναρκής:''' защищающий иностранцев ([[δίκα]] Pind.). | |elrutext='''ξεναρκής:''' защищающий иностранцев ([[δίκα]] Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ξεν-αρκής, ές [[ἀρκέω]]<br />[[aiding]] strangers, Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ές, (ἀρκέω)
A aiding strangers, Pi.N.4.12.
German (Pape)
[Seite 276] ές, dem Fremden oder Gaste beistehend, ihn schützend, δίκα, Pind. N. 4, 12. S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ξεναρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ βοηθῶν τοὺς ξένους, Πινδ. Ν. 4. 20.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
protecteur des étrangers.
Étymologie: ξένος, ἀρκέω.
English (Slater)
ξεναρκής
1 protecting strangers Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος (N. 4.12)
Greek Monolingual
ξεναρκής, -ές (Α)
αυτός που βοηθά τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -αρκής (< ἀρκῶ «βοηθώ»), πρβλ. ζω-αρκής, ποδ-αρκής].
Greek Monotonic
ξεναρκής: -ές (ἀρκέω), αυτός που παρέχει βοήθεια, υποστήριξη σε ξένους, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ξεναρκής: защищающий иностранцев (δίκα Pind.).