εἰσαναγκάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εἰσαναγκάζω:''' принуждать (τινά Aesch.; ποιεῖν τι Plat.).
|elrutext='''εἰσαναγκάζω:''' принуждать (τινά Aesch.; ποιεῖν τι Plat.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. άσω<br />to [[force]] [[into]] a [[thing]], to [[constrain]], τινά Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰναγκάζω Medium diacritics: εἰσαναγκάζω Low diacritics: εισαναγκάζω Capitals: ΕΙΣΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: eisanankázō Transliteration B: eisanankazō Transliteration C: eisanagkazo Beta Code: ei)sanagka/zw

English (LSJ)

   A force one thing into another, Hp.Art.47 (Pass.).    2 constrain, τινά A.Pr.292 (anap.) : c. inf., Pl.Ti.49a.

German (Pape)

[Seite 740] (hineinzwingen), zu Etwas zwingen; Aesch. Prom, 290; c. inf., Plat. Tim. 49 a.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσᾰναγκάζω: μέλλ. -άσω, ἀναγκάζω τι νὰ εἰσέλθῃ εἰς ἕτερον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814. 2) = τῷ ἁπλῷ ἀναγκάζω, τινὰ Αἰσχύλ. Πρ. 290· μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Τίμ. 49Α.

French (Bailly abrégé)

contraindre, acc..
Étymologie: εἰς, ἀναγκάζω.

Spanish (DGE)

(εἰσᾰναγκάζω) • Alolema(s): ἐσ- A.Pr.290 (cód.), Hp.Art.47
1 obligar τό τε γάρ με ... ξυγγενὲς οὕτως ἐσαναγκάζει A.l.c., ὁ λόγος ἔοικεν εἰσαναγκάζειν χαλεπὸν ... εἶδος ἐπιχειρεῖν ... ἐμφανίσαι el razonamiento parece obligar a aclarar una especie difícil y vaga Pl.Ti.49a, ᾄδειν εἰσανάγκασόν με σύ Men.Sam.449.
2 introducir a la fuerza en v. pas. οὐκ ἠδύνατο ἡ φῦσα ἐσαναγκάζεσθαι Hp.l.c.
3 recaudar, cobrar τὸ ἐν τοῖς βυσσουργοῖς [ὂ] ν ὀφείλημα PTeb.702.10 (III a.C.).

Greek Monolingual

εἰσαναγκάζω (Α)
1. αναγκάζω κάτι να μπει μέσα σε κάτι άλλο
2. αναγκάζω.

Greek Monotonic

εἰσᾰναγκάζω: μέλ. -άσω, πιέζω, ωθώ, εξαναγκάζω σε κάτι, υποχρεώνω, επιβάλλω, τινά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσαναγκάζω: принуждать (τινά Aesch.; ποιεῖν τι Plat.).

Middle Liddell

fut. άσω
to force into a thing, to constrain, τινά Aesch.