φοινικοφαής: Difference between revisions
From LSJ
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φοινῑκοφαής:''' отливающий пурпуром ([[πούς]], sc. τοῦ κύκνου Eur.). | |elrutext='''φοινῑκοφαής:''' отливающий пурпуром ([[πούς]], sc. τοῦ κύκνου Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φοινῑκο-φαής, ές [[φάος]]<br />[[ruddy]]-[[glancing]], [[πούς]] Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:38, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A ruddy-glancing, πούς E.Ion163(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1296] ές, purpurroth scheinend, leuchtend, Eur. πούς, Ion 163.
Greek (Liddell-Scott)
φοινῐκοφαής: -ές, ὁ φαινόμενος φοινικοῦς, οὐκ ἄλλῃ φοινικοφαῆ πόδα κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
brillant de couleur rouge, d’un rouge brillant.
Étymologie: φοῖνιξ¹, φάος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση του πορφυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].
Greek Monotonic
φοινῑκοφαής: -ές (φάος), αυτός που φαίνεται ερυθρός, πούς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκοφαής: отливающий пурпуром (πούς, sc. τοῦ κύκνου Eur.).