ἀρχισυνάγωγος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(1b)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρχισυνάγωγος]], ο (Α)<br />ο [[αρχηγός]] της ιουδαϊκής συναγωγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[συναγωγή]] <span style="color: red;"><</span> [[συνάγω]].
|mltxt=[[ἀρχισυνάγωγος]], ο (Α)<br />ο [[αρχηγός]] της ιουδαϊκής συναγωγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[συναγωγή]] <span style="color: red;"><</span> [[συνάγω]].<br />ἀρχισυναγωγός, -όν (Μ)<br />αυτός που φέρνει [[ένωση]] και [[ομόνοια]], ο κατεξοχήν [[συμφιλιωτικός]] («τὴν θείαν καὶ ἀρχισυναγωγὸν εἰρήνην ἀνευφημήσωμεν<br />αὕτη γάρ ἐστιν ἡ πάντων ἑνωτική»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[συναγωγός]], -<i>όν</i> <span style="color: red;"><</span> [[συνάγω]].
}}
{{grml
|mltxt=ἀρχισυναγωγός, -όν (Μ)<br />αυτός που φέρνει [[ένωση]] και [[ομόνοια]], ο κατεξοχήν [[συμφιλιωτικός]] («τὴν θείαν καὶ ἀρχισυναγωγὸν εἰρήνην ἀνευφημήσωμεν<br />αὕτη γάρ ἐστιν ἡ πάντων ἑνωτική»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[συναγωγός]], -<i>όν</i> <span style="color: red;"><</span> [[συνάγω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχισυνάγωγος Medium diacritics: ἀρχισυνάγωγος Low diacritics: αρχισυνάγωγος Capitals: ΑΡΧΙΣΥΝΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: archisynágōgos Transliteration B: archisynagōgos Transliteration C: archisynagogos Beta Code: a)rxisuna/gwgos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A ruler of a synagogue, Ev.Marc. 5.22, al., IG14.2304, Ramsay Cities and Bishoprics No.559:—hence ἀρχι-συνᾰγωγέω, BCH8.463 (Thessalonica, ii A. D.).    II master of a guild or company, IGRom.1.782 (Thrace), etc.

German (Pape)

[Seite 366] ὁ, Oberster der Synagoge, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχισυνάγωγος: ὁ, ὁ ἀρχηγός τῆς συναγωγῆς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ε΄, 22 κἑξ., κ. ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9894β, 9906. ΙΙ. ὁ αρχηγὸς σωματείου τινὸς ἢ ἑταιρείας Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2007, 2221.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef de synagogue.
Étymologie: ἄρχω, συναγωγή.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ, ἡ

• Alolema(s): ἀρχοσ- CIIud.1.587, 596
1 presidente de un gremio o colegio religioso o no SB 623 (I a.C.), IGR 1.782 (Perinto), διδάσκαλος καὶ τῶν ἀπ' Αἰγύπτου μάγων ἀ. Dion.Alex. en Eus.HE 7.10.4.
2 en el culto judío archisinagogo, encargado de la sinagoga, Eu.Marc.5.22, Eu.Luc.8.49, Act.Ap.13.15, Iust.Phil.Dial.137.2, CIIud.1.282, 584, 638, MAMA 4.90 (Sinada), 6.264 (Armonia)
cargo hereditario ἱερεὺς καὶ ἀ. υἱὸς ἀρχισυν[αγώ] γ[ο] υ, υἱωνὸς ἀρχισυν[α] γώγου SEG 8.170.2 (Jerusalén I d.C.), conferido honoríficamente a su mujer CIIud.2.741.1 (Esmirna), o a un niño pequeño CIIud.1.587.

English (Strong)

from ἀρχή and συναγωγή; director of the synagogue services: (chief) ruler of the synagogue.

English (Thayer)

ἀρχισυναγώγου, ὁ (συναγωγή), ruler of a synagogue, הַכְּנֶסֶת רֹאשׁ: Schürer (Theol. Literatur-Zeit., 1878, p. 5) refers to Corp. Inscriptions Grace. no 2007f. (Addenda ii., p. 994), no. 2221{c} (ii., p. 1031), nos. 9894,9906; Mommsen, Inscriptions Regni Neap. no. 3657; Garrucci, Cimitero degli antichi Ebrei, p. 67; Lampridius, Vita Alexandr. Sever c. 28; Vopiscus, Vit. Saturnin c. 8; Codex Theodos. 16:8,4, 13,14; also Acta Pilat. in Tdf. s Ev. Apocr. edition 2, pp. 221,270, 275,284; Justin Martyr, dialog contra Trypho,
c. 137; Epiphanius haer. 30,18; Eusebius, h. e. 7,10, 4; see fully in his Gemeindeverfassung der Juden in Rom in d. Kaiserzeit nach d. Inschrften dargestellt (Leips. 1879), p. 25f).)

Greek Monolingual

ἀρχισυνάγωγος, ο (Α)
ο αρχηγός της ιουδαϊκής συναγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + συναγωγή < συνάγω.
ἀρχισυναγωγός, -όν (Μ)
αυτός που φέρνει ένωση και ομόνοια, ο κατεξοχήν συμφιλιωτικός («τὴν θείαν καὶ ἀρχισυναγωγὸν εἰρήνην ἀνευφημήσωμεν
αὕτη γάρ ἐστιν ἡ πάντων ἑνωτική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + συναγωγός, -όν < συνάγω.

Greek Monotonic

ἀρχισυνάγωγος: ὁ (συναγωγή), αρχηγός της συναγωγής, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀρχισυνάγωγος: ὁ глава синагоги NT.