γυιοπέδη: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(1b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γυιοπέδη:''' ἡ ножные оковы Pind., Aesch. | |elrutext='''γυιοπέδη:''' ἡ ножные оковы Pind., Aesch. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γυιοπέδη -ης, ἡ [γυῖον, πέδη] alleen plur., poët. voetboeien. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A fetter: in pl., Pi.P.2.41, A.Pr.169 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 508] ἡ, Fußfessel, Fußschlinge, Pind. P. 2, 41; Aesch. Pr. 175.
Greek (Liddell-Scott)
γυιοπέδη: ἡ, πέδη τῶν γυίων, χειροπέδη καὶ ποδοκάκη, Πίνδ. Π. 2. 41, Αἰσχύλ. Πρ. 168, κατὰ πληθ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
entraves pour les pieds.
Étymologie: γυῖον, πέδη.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
plu. grilletes ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις Pi.P.2.41, κρατεραῖς ἐν γυιοπέδαις A.Pr.168
•en sg. fig. τοίην γυιοπέδην τεχνάζεται ἰχθύσι νάρκη Opp.H.2.85, γυιοπέδην ἀσίδηρον ἔχων con un grillete no hecho de hierro ref. a unas palabras mágicas que paralizan, Nonn.D.13.488, cf. 36.365.
Greek Monolingual
γυιοπέδη η (Α)
δεσμά για τα χέρια, χειροπέδη, ή για τα πόδια, ποδοκάκκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + πέδη «δεσμός ποδιών ή χεριών»].
Greek Monotonic
γυιοπέδη: ἡ, τα δεσμά των μελών του σώματος, χεριών και ποδιών, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
γυιοπέδη: ἡ ножные оковы Pind., Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυιοπέδη -ης, ἡ [γυῖον, πέδη] alleen plur., poët. voetboeien.