πρόχους: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(nl)
(CSV import)
Line 13: Line 13:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρόχους -ου, ἡ, ep. en Ion. πρόχοος -όου, ἡ [προχέω] schenkkan.
|elnltext=πρόχους -ου, ἡ, ep. en Ion. πρόχοος -όου, ἡ [προχέω] schenkkan.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[jar]]
}}
}}

Revision as of 13:45, 4 July 2020

German (Pape)

[Seite 800] ἡ, att. = πρόχοος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ἡ) :
contr. att.
v. πρόχοος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και αττ. τ. πρόχοος και ιων. τ. πρόχος, Α
αρχαιολ. μόνωτο αγγείο, κανάτα με μεγάλη κοιλιά, με ψηλό λαιμό και με προχοή στο στόμιο, που τή χρησιμοποιούσαν για πλύσιμο τών χεριών τών καλεσμένων ή ως οινοχόη για να γεμίζουν με κρασί τα ποτήρια ή για προσφορά χοών σε νεκρό (α. «προχόῳ ἐπέχευε», Ομ. Οδ.
β. «πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῡσα», Ομ. Οδ.
γ. «ἐκ τ' εὐκροτήτου χαλκέας ἄρδην πρόχου / χοαῑσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», Σοφ.)
αρχ.
1. λήκυθος
2. μέτρο υγρών στη Σικελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -χους / -χοος (< -χοFος < χέω). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. porokowo].

Russian (Dvoretsky)

πρόχους: ἡ стяж. = πρόχοος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόχους -ου, ἡ, ep. en Ion. πρόχοος -όου, ἡ [προχέω] schenkkan.

English (Woodhouse)

jar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)