συγκρατύνω: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συγ-κρᾰτύνω pass. tegelijk in bedwang gehouden worden, tegelijk beperkt worden. | |elnltext=συγ-κρᾰτύνω pass. tegelijk in bedwang gehouden worden, tegelijk beperkt worden. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκρᾰτύνω:''' (ῠ) делать крепким, твердым (τὸν [[κέραμον]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A strengthen, make firm, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Plu.2.656e:—Pass., become so, Hp.Epid.2.1.8.
German (Pape)
[Seite 969] mit od. zugleich bestärken, stark od. fest machen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρᾰτύνω: κρατύνω συγχρόνως, ποιῶ ἐντελῶς ἰσχυρόν, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Πλούτ. 2. 656Ε. ― Παθητ., κρατύνομαι, γίνομαι ἰσχυρός, Ἱππ. 1006.
French (Bailly abrégé)
confirmer, corroborer.
Étymologie: σύν, κρατύνω.
Greek Monolingual
Α
καθιστώ κάτι ισχυρό από κοινού, του προσδίδω δύναμη και εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρατύνω «ενισχύω, ενδυναμώνω» (< κρατύς)].
Greek Monolingual
Α
καθιστώ κάτι ισχυρό από κοινού, του προσδίδω δύναμη και εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρατύνω «ενισχύω, ενδυναμώνω» (< κρατύς)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κρᾰτύνω pass. tegelijk in bedwang gehouden worden, tegelijk beperkt worden.
Russian (Dvoretsky)
συγκρᾰτύνω: (ῠ) делать крепким, твердым (τὸν κέραμον Plut.).