καλοπέδιλα: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(nl)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλοπέδιλα -ων, τά [κᾶλον, πέδιλον] houten klomp.
|elnltext=καλοπέδιλα -ων, τά [κᾶλον, πέδιλον] houten klomp.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾱλο-πέδῑλα, τά, [[κᾶλον]]<br />[[wooden]] shoes, used to [[keep]] a cow [[still]] [[while]] milking, Theocr.
}}
}}

Revision as of 23:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾱλοπέδῑλα Medium diacritics: καλοπέδιλα Low diacritics: καλοπέδιλα Capitals: ΚΑΛΟΠΕΔΙΛΑ
Transliteration A: kalopédila Transliteration B: kalopedila Transliteration C: kalopedila Beta Code: kalope/dila

English (LSJ)

τά, (κᾶλον)

   A wooden shoes, prob. a hobble tied to a cow's legs to keep her still while milking, Theoc.25.103.

German (Pape)

[Seite 1313] τά, Holzschuhe, Theocr. 25, 103, nicht schöne Schuhe.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱλοπέδῑλα: τά, (κᾶλον) ξύλινα πέδιλα, ἦσαν δὲ ταῦτα πιθ. τεμάχια ξύλου ἅπερ ἔδενον εἰς τοὺς πόδας τῆς ἀγελάδος κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀμέλξεως ὅπως μὴ κινῆται, ἀλλ’ ὃ μὲν ἀμφὶ πόδεσσιν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι καλοπέδιλ’ ἀράρισκε παρασταδὸν ἐγγὺς ἀμέλγειν Θεόκρ. 25.103 (ἐν ἐκδ. Ahrens: κωλοπέδας ἀράρισκε περισταδόν, ἐγγὺς ἀπέργων).

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
chaussures de bois, sabots, galoches.
Étymologie: κᾶλον, πέδιλον.

Greek Monolingual

καλοπέδιλα, τὰ (Α)
ξύλινα πέδιλα, πιθ. κομμάτια ξύλα που έδεναν στα πόδια της αγελάδας κατά την ώρα του αρμέγματος, για να μένει ακίνητη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, τὸ «ξύλο» + πέδιλα, πληθ. του πέδιλον, τὸ].

Greek Monotonic

κᾱλοπέδῑλα: τά (κᾶλον), ξύλινα πέδιλα, που χρησιμοποιούνταν για να κρατούν την αγελάδα ακίνητη την ώρα του αρμέγματος, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλοπέδιλα -ων, τά [κᾶλον, πέδιλον] houten klomp.

Middle Liddell

κᾱλο-πέδῑλα, τά, κᾶλον
wooden shoes, used to keep a cow still while milking, Theocr.