κατάλειπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(nl)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατ-άλειπτος [καταλείφω] gezalfd, ingesmeerd.
|elnltext=κατ-άλειπτος [καταλείφω] gezalfd, ingesmeerd.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατ-άλειπτος, ον [from [[καταλείβω]]<br />anointed, Ar.
}}
}}

Revision as of 23:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλειπτος Medium diacritics: κατάλειπτος Low diacritics: κατάλειπτος Capitals: ΚΑΤΑΛΕΙΠΤΟΣ
Transliteration A: katáleiptos Transliteration B: kataleiptos Transliteration C: kataleiptos Beta Code: kata/leiptos

English (LSJ)

[ᾰλ], ον,

   A anointed, σμύρνῃ Ar.Eq.1332; μύρῳ Id.Pax 862.

German (Pape)

[Seite 1359] besalbt, σμύρνῃ, μύρῳ, Ar. Equ. 1332 Pax 862.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλειπτος: -ον, ἀληλιμμένος ἐντελῶς, πολὺ ἀλειμμένος, σμύρνῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· μύρῳ Εἰρ. 862.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
oint, enduit.
Étymologie: καταλείφω.

Greek Monolingual

κατάλειπτος, -ον (Α) καταλείφω
αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ»).

Greek Monotonic

κατάλειπτος: -ον, επιχρισμένος, αλειμμένος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατάλειπτος: умащенный, натертый (σμύρνῃ Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-άλειπτος [καταλείφω] gezalfd, ingesmeerd.

Middle Liddell

κατ-άλειπτος, ον [from καταλείβω
anointed, Ar.