μετατροπία: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετατροπία:''' ἡ перемена, превратность (φθονεραὶ μετατροπίαι Pind.). | |elrutext='''μετατροπία:''' ἡ перемена, превратность (φθονεραὶ μετατροπίαι Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μετατροπία]], ἡ,<br />a [[turn]] of [[fortune]], a [[reverse]], Pind. [from [[μετάτροπος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A turn of fortune, reverse, Pi.P.10.21 (pl.).
German (Pape)
[Seite 155] ἡ, = Vorigem, φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις Pind. P. 10, 21.
Greek (Liddell-Scott)
μετατροπία: ἡ, τροπὴ τύχης, ἀνατροπή, Ἀνθ. ΙΙ. 10. 31.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
changement, vicissitude, revers.
Étymologie: μετάτροπος.
English (Slater)
μετατροπία
1 change of fortune μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν (P. 10.21)
Greek Monolingual
η (Α μετατροπία) μετάτροπος
νεοελλ.
μουσ. η μετάβαση από μια αρχική τονικότητα στο κλίμα της άλλης, με την προσφυγή είτε της μελωδίας είτε τών συνοδευτικών φωνών στις βαθμίδες της δεύτερης
αρχ.
1. τροπή ή μεταστροφή της τύχης
2. (κατ' επέκτ.) ανατροπή.
Greek Monotonic
μετατροπία: ἡ, μεταστροφή της τύχης, αντιστροφή.
Russian (Dvoretsky)
μετατροπία: ἡ перемена, превратность (φθονεραὶ μετατροπίαι Pind.).
Middle Liddell
μετατροπία, ἡ,
a turn of fortune, a reverse, Pind. [from μετάτροπος