καλοδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
(2b)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καλοδιδάσκαλος:''' ὁ хороший наставник, учащий добру NT.
|elrutext='''καλοδιδάσκαλος:''' ὁ хороший наставник, учащий добру NT.
}}
{{elnl
|elnltext=καλοδιδάσκαλος -ον [καλός, διδάσκαλος] het goede onderwijzend.
}}
}}

Revision as of 14:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: καλοδιδάσκαλος Low diacritics: καλοδιδάσκαλος Capitals: ΚΑΛΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: kalodidáskalos Transliteration B: kalodidaskalos Transliteration C: kalodidaskalos Beta Code: kalodida/skalos

English (LSJ)

ὁ,

   A teacher of virtue, Ep.Tit.2.3.

German (Pape)

[Seite 1312] ὁ, ein guter Lehrer, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλοδιδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος ἀρετῆς, Ἐπιστ. π. Τίτον β΄, 3.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui enseigne le bien, professeur de vertu.
Étymologie: καλός, διδάσκαλος.

English (Strong)

from καλός and διδάσκαλος; a teacher of the right: teacher of good things.

English (Thayer)

καλοδιδασκαλου, ὁ, ἡ (διδάσκαλος and καλόν, cf. ἱεροδιδασκαλος, νομοδιδάσκαλος, χοροδιδάσκαλος), teaching that which is good, a teacher of goodness: Titus 2:3. Nowhere else.

Greek Monolingual

καλοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
αυτός που διδάσκει την αρετή.

Greek Monotonic

κᾰλοδιδάσκαλος: ὁ, δάσκαλος της αρετής, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

καλοδιδάσκαλος: ὁ хороший наставник, учащий добру NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλοδιδάσκαλος -ον [καλός, διδάσκαλος] het goede onderwijzend.