κενότης: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(2b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κενότης:''' ητος ἡ тж. перен. пустота Plat., Plut. | |elrutext='''κενότης:''' ητος ἡ тж. перен. пустота Plat., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κενότης]], ητος, [[κενός]]<br />[[emptiness]], [[vanity]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A emptiness, Pl.R.585b, Ti.58b, Thphr.Sens.54; vanity, Phld.D.1.17; εἰς κενότητας ἄν μοι ὁ λόγος ἐξέπιπτε D.H.Is.20; κ. σφυγμοῦ Agathin. ap. Gal.8.936; cf. κενεότης.
German (Pape)
[Seite 1417] ητος, ἡ, die Leere, Plat. Rep. IX, 585 b Tim. 58 b; Nichtigkeit, Eitelkeit, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κενότης: -ητος, ἡ, ματαιότης, μηδαμινότης, ἄγνοια καὶ ἀφροσύνη ἆρ’ οὐ κενότης ἐστὶ τῆς περὶ ψυχὴν αὖ ἕξεως; Πλάτ. Πολ. 585Β, Τίμ. 58Β, Ἰσαῖ., κλ.·- κενὸν διάστημα, κενόν, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐν λέξ. κενεότης.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
le vide.
Étymologie: κενός.
Greek Monotonic
κενότης: -ητος, ἡ (κενός), ματαιότητα, κενότητα, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενότης -ητος, ἡ [κενός] leegheid.
Russian (Dvoretsky)
κενότης: ητος ἡ тж. перен. пустота Plat., Plut.