κενότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(2b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κενότης:''' ητος ἡ тж. перен. пустота Plat., Plut.
|elrutext='''κενότης:''' ητος ἡ тж. перен. пустота Plat., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κενότης]], ητος, [[κενός]]<br />[[emptiness]], [[vanity]], Plat.
}}
}}

Revision as of 02:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενότης Medium diacritics: κενότης Low diacritics: κενότης Capitals: ΚΕΝΟΤΗΣ
Transliteration A: kenótēs Transliteration B: kenotēs Transliteration C: kenotis Beta Code: keno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A emptiness, Pl.R.585b, Ti.58b, Thphr.Sens.54; vanity, Phld.D.1.17; εἰς κενότητας ἄν μοι ὁ λόγος ἐξέπιπτε D.H.Is.20; κ. σφυγμοῦ Agathin. ap. Gal.8.936; cf. κενεότης.

German (Pape)

[Seite 1417] ητος, ἡ, die Leere, Plat. Rep. IX, 585 b Tim. 58 b; Nichtigkeit, Eitelkeit, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κενότης: -ητος, ἡ, ματαιότης, μηδαμινότης, ἄγνοια καὶ ἀφροσύνη ἆρ’ οὐ κενότης ἐστὶ τῆς περὶ ψυχὴν αὖ ἕξεως; Πλάτ. Πολ. 585Β, Τίμ. 58Β, Ἰσαῖ., κλ.·- κενὸν διάστημα, κενόν, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐν λέξ. κενεότης.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
le vide.
Étymologie: κενός.

Greek Monotonic

κενότης: -ητος, ἡ (κενός), ματαιότητα, κενότητα, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενότης -ητος, ἡ [κενός] leegheid.

Russian (Dvoretsky)

κενότης: ητος ἡ тж. перен. пустота Plat., Plut.

Middle Liddell

κενότης, ητος, κενός
emptiness, vanity, Plat.