κηφηνώδης: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κηφηνώδης:''' трутнеобразный, ведущий себя подобно трутню (ἐπιθυμίαι Plat.). | |elrutext='''κηφηνώδης:''' трутнеобразный, ведущий себя подобно трутню (ἐπιθυμίαι Plat.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κηφην-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like a [[drone]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:58, 10 January 2019
English (LSJ)
ες,
A like (that of) a drone, ἐπιθυμία Pl.R.554b; of theories, useless, otiose, Cleom.2.1; of a person, κ. καὶ γέρων γενόμενος Phld.Mort.38.
German (Pape)
[Seite 1436] ες, drohnenartig; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 b; τὸν τρόπον Ael. H. A. 1, 10. Vgl. κηφήν.
Greek (Liddell-Scott)
κηφηνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κηφῆνα, Πλάτ. Πολ. 554Β.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 de frelon, semblable à un frelon;
2 p. suite inutile.
Étymologie: κηφήν, -ωδης.
Greek Monolingual
κηφηνώδης, -ῶδες (Α) κηφήν
1. αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», Πλάτ.)
2. (για θεωρίες) ανάξιος λόγου, άχρηστος, ανωφελής
3. (για πρόσ.) αργός, νωθρός («κηφηνώδης καὶ γέρων γενόμενος», Φιλόδ.).
Greek Monotonic
κηφηνώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με κηφήνα, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηφηνώδης -ες [κηφήν] als van een dar.
Russian (Dvoretsky)
κηφηνώδης: трутнеобразный, ведущий себя подобно трутню (ἐπιθυμίαι Plat.).