Μοσσύνοικοι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(3)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Μοσσύνοικοι:''' οἱ моссинэки, «обитатели деревянных хижин» (племя в Понте) Her.
|elrutext='''Μοσσύνοικοι:''' οἱ моссинэки, «обитатели деревянных хижин» (племя в Понте) Her.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Μοσσύν-οικοι, οἱ, [from [[μόσσυν]]<br />dwellers-in-[[wooden]]-houses, a [[people]] on the Black Sea, near [[Colchis]], Xen., etc.
}}
}}

Revision as of 15:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μοσσύνοικοι Medium diacritics: Μοσσύνοικοι Low diacritics: Μοσσύνοικοι Capitals: ΜΟΣΣΥΝΟΙΚΟΙ
Transliteration A: Mossýnoikoi Transliteration B: Mossynoikoi Transliteration C: Mossynoikoi Beta Code: *mossu/noikoi

English (LSJ)

[ῡ], οἱ, a tribe on the south shore of the Euxine who lived in μόσσυνες (q.v.), Hecat.204 J., Hdt.3.94, 7.78, Arist.Mir.835a9, A.R.2.1016, etc.

French (Bailly abrégé)

ou Μοσύνοικοι;
ων (οἱ) :
les Mossynœkes, propr. « habitants de huttes en bois », peuples du Pont et de la Scythie.
Étymologie: μόσσυν, οἰκέω.

Greek Monolingual

Μοσσύνοικοι, οι (Α)
ασιατικός λαός που κατοικούσε στα νοτιοανατολικά της Μαύρης Θάλασσας, κοντά στους Κόλχους και Τιβαρηνούς, και ο οποίος πήρε την ονομασία του από τους μόσσυνας, δηλ. τους ψηλούς ξύλινους πύργους, στους οποίους κατοικούσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσσυν + οἶκος (πρβλ. άγρ-οικος)].

Greek Monotonic

Μοσσύνοικοι: οἱ, κάτοικοι ξύλινων σπιτιών, εθνότητα στη Μαύρη Θάλασσα, κοντά στην Κολχίδα, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Μοσσύνοικοι: οἱ моссинэки, «обитатели деревянных хижин» (племя в Понте) Her.

Middle Liddell

Μοσσύν-οικοι, οἱ, [from μόσσυν
dwellers-in-wooden-houses, a people on the Black Sea, near Colchis, Xen., etc.