ἀνάζευξις: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
(1) |
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνάζευξις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> выступление в поход Plut.;<br /><b class="num">2)</b> возвращение Plut. | |elrutext='''ἀνάζευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> выступление в поход Plut.;<br /><b class="num">2)</b> возвращение Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:26, 5 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A breaking up one's quarters, marching forth, Plu.Ages.22; return home, Id.Cor.31.
German (Pape)
[Seite 187] ἡ, der Aufbruch des Heeres, auch Heimkehr, Plut. Cor. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάζευξις: -εως, ἡ, ἐκκίνησις τοῦ στρατοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατάλυσις, πρὸ τῆς ἡμέρας ποιούμενος τὰς ἀναζεύξεις καὶ πάλιν σκοταίους τὰς καταλύσεις Πλουτ. Ἀγησ. 22, ἡ οἴκαδε ἐπάνοδος, Πλουτ. Κορ. 31.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 levée d’un camp, marche en avant;
2 retour d’une armée dans ses foyers.
Étymologie: ἀναζεύγνυμι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de levantar el campode un ejército IPE 12.32.A.92 (Olbia III/II a.C.), Plu.Ages.22
•fig. Plu.2.502f.
2 vuelta a la patria καὶ προδοσίαν ἐκάλουν τὴν ἀνάζευξιν Plu.Cor.31.
Greek Monolingual
ἀνάζευξις (-εως), η (Α) άναζεύγνυμι
1. η αναχώρηση του στρατεύματος
2. η επιστροφή στην πατρίδα.
Greek Monotonic
ἀνάζευξις: -εως, ἡ, βηματισμός του στρατού, επιστροφή στην πατρίδα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάζευξις: εως ἡ
1) выступление в поход Plut.;
2) возвращение Plut.