ἀστεργής: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀστεργής:''' <b class="num">1)</b> неприязненный, враждебный (ὀργὴ θεᾶς Soph.);<br /><b class="num">2)</b> неприятный, мучительный (ἀστεργὲς οὐδὲν [[παθεῖν]] Soph.).
|elrutext='''ἀστεργής:''' <b class="num">1)</b> неприязненный, враждебный (ὀργὴ θεᾶς Soph.);<br /><b class="num">2)</b> неприятный, мучительный (ἀστεργὲς οὐδὲν [[παθεῖν]] Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στέργω]]<br />without [[love]], [[implacable]], [[hateful]], Soph.
}}
}}

Revision as of 13:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστεργής Medium diacritics: ἀστεργής Low diacritics: αστεργής Capitals: ΑΣΤΕΡΓΗΣ
Transliteration A: astergḗs Transliteration B: astergēs Transliteration C: astergis Beta Code: a)stergh/s

English (LSJ)

ές,

   A without love, implacable, ὀργή S.Aj.776; ἀ. τι παθεῖν something intolerable, Id.OT229.    II repellent, Hp.Gland.16; unyielding, -έστερον ξύλον Id.Fract.16 (s.v.l.), cf. Ruf. ap. Orib.49.28.3.

German (Pape)

[Seite 375] ές, lieblos, feindselig, ὀργὴ θεᾶς Soph. Ai. 764; οὐδὲν ἀστεργὲς πείσεται O. R. 229.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεργής: -ές, μὴ ἐπιθυμητός, φοβερός, ἀστεργῆ θεᾶς ἐκτήσατ’ ὀργὴν Σοφ. Αἴ. 776· πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν ἀστεργὲς οὐδὲν, ἄλλο μὲν οὐδὲν δυσάρεστον, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 229.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 haineux, implacable;
2 non aimable, pénible, intolérable.
Étymologie: ἀ, στέργω.

Spanish (DGE)

-ές
I poco acogedor, rígido τὸ ἄρσεν (σῶμα) Hp.Gland.16
que es desagradable por su rigidez ξύλον Hp.Fract.16, Ruf. en Orib.49.29.3, ἀ. γὰρ τοῖσι νεύροισι ἡ σκληρὴ κοίτη Aret.CA 1.1.2.
II fig.
1 implacable ὀργή S.Ai.776, χρόνος Lyc.311, χόλος Lyc.1166, τὰς ... δίκας ... ῥητρεύοντος ἀστεργεῖ τρόπῳ Lyc.1400.
2 insoportable, ingrato πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν ἀστεργὲς οὐδέν S.OT 229.

Greek Monolingual

ἀστεργής, -ές (Α) στέργω
1. ο χωρίς στοργή, ο άκαμπτος
2. ο φοβερός ο ανυπόφορος
3. ο αποκρουστικός.

Greek Monotonic

ἀστεργής: -ές (στέργω), ανεπιθύμητος, αδυσώπητος, μισητός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστεργής: 1) неприязненный, враждебный (ὀργὴ θεᾶς Soph.);
2) неприятный, мучительный (ἀστεργὲς οὐδὲν παθεῖν Soph.).

Middle Liddell

στέργω
without love, implacable, hateful, Soph.