δίγληνος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δίγληνος:''' с двойным зрачком: [[δίγληνοι]] ὦπες Theocr. оба глаза.
|elrutext='''δίγληνος:''' с двойным зрачком: [[δίγληνοι]] ὦπες Theocr. оба глаза.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δί-γληνος, ον <i>adj</i> [[γλήνη]]<br />with two eye-balls, Theocr.
}}
}}

Revision as of 20:59, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγληνος Medium diacritics: δίγληνος Low diacritics: δίγληνος Capitals: ΔΙΓΛΗΝΟΣ
Transliteration A: díglēnos Transliteration B: diglēnos Transliteration C: diglinos Beta Code: di/glhnos

English (LSJ)

ον,

   A with two eye-balls, Theoc.Ep.6.

Greek (Liddell-Scott)

δίγληνος: -ον, ὁ ἔχων δύο γλήνας, κόρας (τοῦ ὀφθαλμοῦ), Θέοκρ. Ἐπιγρ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à double prunelle.
Étymologie: δίς, γλήνη.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
de dobles pupilas διγλήνους ὦπας las pupilas de tus dos ojos Theoc.Ep.6.2.

Greek Monolingual

δίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια.

Greek Monotonic

δίγληνος: -ον (γλήνη), αυτός που έχει δύο κόρες ματιών, αυτός που έχει δύο οφθαλμούς, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

δίγληνος: с двойным зрачком: δίγληνοι ὦπες Theocr. оба глаза.

Middle Liddell

δί-γληνος, ον adj γλήνη
with two eye-balls, Theocr.