κίβισις: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κίβῐσις:''' εως (κῐ) ἡ (кипрск.) сумка, котомка Hes., Pind.
|elrutext='''κίβῐσις:''' εως (κῐ) ἡ (кипрск.) сумка, котомка Hes., Pind.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κί˘βῐσις, ιος<br />a [[pouch]], [[wallet]], Hes. [A Cyprian [[word]].]
}}
}}

Revision as of 13:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίβῐσις Medium diacritics: κίβισις Low diacritics: κίβισις Capitals: ΚΙΒΙΣΙΣ
Transliteration A: kíbisis Transliteration B: kibisis Transliteration C: kivisis Beta Code: ki/bisis

English (LSJ)

[κῐ], ἡ, Cypr. for πήρα (Hsch.),

   A pouch, wallet, such as Perseus wore, Hes.Sc.224, Pherecyd.11 J., Call.Fr.177 (κίβησις Suid., Orion 87; κύβεσις and κυβησία Hsch.; cf. κίββα).

German (Pape)

[Seite 1436] ἡ, Tasche, Ranzen; Hes. Sc. 224; Callim. frg. 177; Zenob. 1, 41; nach VLL. cyprisch = πήρα; verwandt mit κιβωτός, Kiepe. Als v. l. findet sich κίβησις, κίβυσις u. κύβισις. Vgl. Schol. Ap. Rh. 4, 1515.

Greek (Liddell-Scott)

κίβῐσις: κῐ, ἡ, λέξις Κυπρία ἀντὶ τοῦ πήρα (Ἡσύχ.), πήρα, σακκούλιον, οἷον ὁ Περσεὺς ἔφερεν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 224, Φερεκύδ. 26, Καλλιμάχ. Ἀποσπ. 177· ― ὡμοίαζε πρὸς τὸν σάκκον τῶν θηρευτῶν, ὡς φαίνεται ἐπὶ ἀγγείων, Κατάλογ. τῶν ἐν Βρεταν. Μουσ. Ἀγγείων 548, 641*, κίβισις ὡσαύτως ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ., κίβησις Σουΐδ., Ὠρίων σ. 87· κύβεσις καὶ κυβησία Ἡσύχ.· καὶ κίββα (Αἰόλ.), ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
besace, havresac.
Étymologie: mot chypr.

Greek Monolingual

κίβισις και κίβησις και κύβεσις, -εως και κυβησία, ἡ (Α)
(αρχ. κυπρ. λέξη) πήρα, σακούλι («ἀμφὶ δὲ μιν κίβισις θέε,...ἀργυρέη», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική προέλευση του, όπως και του κιβωτός.

Greek Monotonic

κίβῐσις: [κῐ], ἡ, σακούλι, δισάκι, σε Ησίοδ. (κυπριακή λέξη).

Russian (Dvoretsky)

κίβῐσις: εως (κῐ) ἡ (кипрск.) сумка, котомка Hes., Pind.

Middle Liddell

κί˘βῐσις, ιος
a pouch, wallet, Hes. [A Cyprian word.]