κισσήρης: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κισσήρης:''' покрытый плющом (Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph.).
|elrutext='''κισσήρης:''' покрытый плющом (Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph.).
}}
{{elnl
|elnltext=κισσήρης -ες [κισσός, ἀραρίσκω] bedekt met klimop.
}}
}}

Revision as of 07:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσήρης Medium diacritics: κισσήρης Low diacritics: κισσήρης Capitals: ΚΙΣΣΗΡΗΣ
Transliteration A: kissḗrēs Transliteration B: kissērēs Transliteration C: kissiris Beta Code: kissh/rhs

English (LSJ)

ες, (ἀραρίσκω) = foreg.,

   A ὄχθαι S.Ant.1132(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1442] ες, dasselbe; ὄχθαι Soph. Ant. 1119, Schol. κισσοφόροι.

Greek (Liddell-Scott)

κισσήρης: -ες, (κισσός, *ἄρω) περιβεβλημένος κισσόν, ὄχθαι Σοφ. Ἀντ. 1132.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
couvert de lierre.
Étymologie: κισσός.

Greek Monolingual

κισσήρης, -ῆρες (Α)
κισσηρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχ-ήρης, ποδ-ήρης.

Greek Monotonic

κισσήρης: -ες (κισσός, *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κισσήρης: покрытый плющом (Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κισσήρης -ες [κισσός, ἀραρίσκω] bedekt met klimop.